Η πάνσοφη, ανθρωπιστική, κεντροευρωπαϊκή γλώσσα*, που με τους γοητευτικούς ήχους της και τις ήπιες, φωτεινές, ευέλικτες, χαριτωμένες δονήσεις και στροφές έκφρασής της ελάμπρυνε το παγκόσμιο γίγνεσθαι, κοντινό και παρελθοντικό, μέ εκατομμύρια θανάτων, καταστροφών, μολύνσεων, κακοηθειών, με την Ζίμενς και πολλές Μερσεντές, είναι η αλήθεια,
πρόσφατα,
υπηρετώντας την κακόβουλη επίθεση του βιομηχανικού-τραπεζικού-στρατιωτικού πλέγματος εναντίον της Ανθρωπότητας, 'καθρεφτίζεται' με την ελεύθερη βούλησή της κι επιλογή σε πανευφυείς, αδαμαντοσκεπείς φρασούλες όπως η ακόλουθη:
''Καλέεε!... Μαρύυυυυ!... Μωρσύυυυ! Ακόμα πιστεύς πως υπάαρχ' ανάσταση και τέτοια, μωρσύυυυ...!;"
Κι έτσι, με μιά δόση άφθονης μπασκλασαρίας, χυδαιότητας, υπερεκχειλίζουσας καρακατινιάς και μαλλιοαρπάγματος τρουμπογειτονιάς, μας αναδεικνύει την περίλαμπρη ικανότητα της να επιλύει βαθειά, προαιώνια, υπαρξιακά, πανανθρώπινα θέματα με ένα απλό αρθράκι/εξωφυλλάκι...
Μα τί μού λέτε τώρα! Αλήθεια;Τί ικανότης !
Δεν φαντάζεσθε τα ρίγη συγκίνησης που με συγκλονίζουν στην επαφή μιάς τέτοιας πραγματικότητας...
Χριστός Ανέστη!
Μαρία Λ. Πελεκανάκη
DER SPIEGEL:
WER GLAUBT DENN SOWAS?
Περιοδικόν "Ο ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ"
Τίτλος εξωφύλλου:
''ΠΟΙΟΣ ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΚΑΤΙ ΤΕΤΟΙΟ;''
- The article you are reading originally appeared in German in issue 17/2019 (April 20th, 2019) of DER SPIEGEL.
- FAQ: Everything You Need to Know about DER SPIEGEL
- Seven Decades of Quality Journalism: The History of DER SPIEGEL
- Reprints: How To License SPIEGEL Articles
* Και μήν λαθεμένα νομίσει κάποιος πώς έπαψα να κατοικούμαι από τον Goethe μου κι από τον πολυλατρεμένο Hölderlin!
Tον Yπερίωνα , την Πάτμο του!Πώς θα ήταν ποτέ δυνατόν γι αυτούς πού σφράγισαν ανεξίτηλα, χρόνια πολλά πικρών νεανικών αναζητήσεων... Όμως υπό το σκότος των σύγχρονων δηλητηριωδών εξελίξεων σε βάρος της Ανθρωπότητας, δυστυχώς, πολύ δυστυχώς, αυτά τα Πνεύματα και οι δικοί τους σεβαστικοί χειρισμοί του μοναδικού εργαλείου, της Γλώσσας, αποτελούν πλέον θαμπή, πολύ θαμπή μειοψηφία...Πολύ, πολύ λυπάμαι!μ.λ.π.
(x) Hölderlin, Friedrich, 1770-1843ΥΠΕΡΙΩΝΥμνοι του Φρίντριχ Χέλντερλιν Του Γιωργου Βεη Φρίντριχ Χέλντερλιν: «Υμνοι, ελεγεία και αποσπάσματα». Μετάφραση - σχόλια: Θανάσης Λάμπρου. Εκδόσεις «Καστανιώτη», σελ. 206. Το πρώτο μέρος του βιβλίου συγκεντρώνεται στην ώριμη περίοδο του μεγάλου δημιουργού, ο οποίος αγάπησε όσο ελάχιστα την ποίηση της ελληνικότητας σε όλες τις δυνατές εκφάνσεις της. Περιλαμβάνει τα περιώνυμα ποιήματά του, όπως είναι το «Αρχιπέλαγος», το «Αρτος και Οίνος», ο «Ρήνος» και η «Πάτμος». Τοδεύτερο περιέχει όλα σχεδόν τααποσπάσματα από τη δυστυχή εποχή της τρέλας, τα οποία, αξίζει να σημειωθεί, μεταφέρονται πρώτη φορά στη γλώσσα μας. Στο τελευταίο μέρος περιλαμβάνεται ένας ικανότατος ερμηνευτικός οδηγός και ένα συνοπτικό χρονολόγιο με χαρακτηριστικά χωρία από τις επιστολές του Χέλντερλιν (1770-1843). Ο τόμος συνοδεύεται από φωτογραφικό υλικό και πλαισιώνεται από άφθονα βιβλιογραφικά στοιχεία. Ο αναγνώστης έχει στα χέρια του ένα πολλαπλώς χρήσιμο εφόδιο για μια πιθανή, πάντως ζείδωρη και εμπεριστατωμένη επαναπροσέγγιση του έργου του σημαντικότερου, πέραν πάσης αμφιβολίας, λυρικού ποιητή της γερμανόφωνης λογοτεχνίας. Ο μεταφραστής, ο οποίος ασχολείται επί σειρά γόνιμων ετών με τη μεταφορά του πολυεπίπεδου αυτού έργου σε στρωτά και εύχυμα ελληνικά, αποδεικνύεται άλλη μια φορά επαρκής: το μετάφρασμα που μας προτείνει δεν είναι απλώς πιστό και έντιμο, αλλά πρωτίστως δημιουργικό πέρασμα από το Εκείνο στο Αυτό. Στον βαθμό μάλιστα που «μόνο το βλέμμα που κοιτά προς τα πίσω / μπορεί να μας μεταφέρει μπροστά / γιατί το βλέμμα που κοιτάει μπροστά / μας φέρνει προς τα πίσω», όπως καταδήλωσε ο Νοβάλις, η παραγωγική διαμεσολάβηση του κ. Θανάση Λάμπρου τεκμηριώνει άλλη μια φορά την ενότητα του ποιητικού χρόνου, ο οποίος, ξεπερνώντας τα όρια τα οποία επιβάλλει η αυστηρή μαθηματική τάξη, συναιρεί τα πάθη τού συνήθως δύσθυμου παρόντος μέσα στην ιαματική παρακαταθήκη ενός συγκινησιακά εγγύτατου εν τέλει παρελθόντος. Δείχνοντας πεισματικά στους όμαιμους Γερμανούς την Ελλάδα σε όλη την οραματική της πληρότητα, ο Χέλντερλιν δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να διασώζει το είναι σε όλη τη χωροχρονική του τιμαλφή υφή. Βεβαίως, σύμφωνα με τον σύγχρονό του Αρθούρο Σοπενχάουερ, «η μορφή που εμφανίζεται η βούληση είναι πάντα το παρόν, ποτέ το παρελθόν ή το μέλλον\u0387 αυτά δεν υπάρχουν παρά μόνο χάριν της εννοίας και της συνάφειας της συνείδησης, διεπομένης από την αρχή της λογικής. Κανείς δεν έχει ζήσει στο παρελθόν, κανείς δεν έχει ζήσει στο μέλλον: το παρόν είναι η μορφή πάσης ζωής, είναι ένα αναφαίρετο αγαθό της». Γι' αυτό και ο ποιητής της «Πάτμου» συστηματικά και συνειδητά ενσωματώνει μέγα χθες στο ασθματικό νυν. Ο λυρισμός στην προκειμένη περίπτωση τεκμαίρει τη διαιώνιση του ανθρωπολογικά κρισιμότατου καταπιστεύματος. Ο περιβόητος αντιγερμανισμός του Νίτσε, αλλά και του πρώτου του δασκάλου, του προαναφερθέντος Σοπενχάουερ, ο οποίος αποκαλούσε τον Γκαίτε «Ελληνα», δικαιολογείται εικότως και προσηκόντως, αν εστιάσει κανείς την προσοχή του και στην ετυμηγορία του συμπατριώτη τους Χέλντερλιν: οι κανόνες βίου οφείλουν να συμβαδίζουν με το συγκεκριμένο «καλό καγαθό». Εστω εξ όνυχος το εξής: «Ζεις πάντα, Ισχυρέ, και στον ίσκιο γαληνεύεις των βουνών σου / Οπως παλιά μ' αγκάλιασμα εφηβικό κλείνεις στην αγκαλιά / Σου την αγαπημένη γη κι απ' τις κόρες σου, ω Πατέρα! / Τα νησιά σου τ' ανθισμένα δεν χάθηκε κανένα. / Στέκει ακόμα η Κρήτη κι η Σαλαμίνα πρασινίζει και δάφνες / Τη σκιάζουν πολλές κι απ' αχτίδες ανθίζει φως ολόγυρα την ώρα / Που χαράζει κι ένθεη σηκώνει την κεφαλή της η Δήλος και η Τήνος / Και η Χίος πορφυρούς έχουν καρπούς αρκετούς / Κι από λόφους μεθυσμένους το ποτό της Κύπρου κυλά / Και στην Καλαβρία από ψηλά χύνονται ρυάκια ασημένια, / Οπως παλιά, στα αρχαία νερά του Πατέρα. / Ολα ζουν ακόμα, οι μητέρες των ηρώων, τα νησιά, ανθίζοντας χρόνο / Το χρόνο [...] Πες, η Αθήνα που πήγε; Μήπως πάνω απ' τις τεφροδόχες αυτών / Που σε δόξασαν, η πόλη σου, η πιότερο αγαπημένη, στις ιερές αμμουδιές, / Λυπημένε θεέ!» Οι επικλήσεις του πεπρωμένου ποιητή έχουν επιτύχει να διασώσουν ακέραιη την πρωτογενή, από κάθε άποψη, ειλικρινή ποιητική ορμή, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε να καθιστούν απλώς ελλειμματική ηχώ ό, τι παρεμφερές ακούστηκε μετά. ΈντυπηΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ «Πάτμος» ένα ποίημα του Φρήντριχ Χαίλντερλιν July 10, 2018 Vasilis Geo Kyritsis 0 Comments Άνθρωποι, Βιβλία, Ελλάδα, Κόσμος, Πολιτισμός, Πορτραίτο, Τέχνες Friedrich Hölderlin (πηγή: Wikipedia) «Πάτμος» (του Φρήντριχ Χαίλντερλιν) (απόσπασμα) Αλλά τριγύρω από της Ασίας τις πύλες ανίσκια θαλασσινά μονοπάτια διατρέχουν Την απρόβλεπτη θάλασσα, Αν και ναύτες ξέρουν που Είναι τα νησιά. Όταν άκουσα Ότι ένα από αυτά τα κοντινά Ήταν η Πάτμος, ήθελα πάρα πολύ Να πάω εκεί μέσα, να μπω Στη σκοτεινή θαλασσινή σπηλιά. Γιατί αντίθετα από Την Κύπρο, πλούσια σε πηγές, Ή από οποιοδήποτε των άλλων (νησιών), η Πάτμος Δεν είναι υπέροχα τοποθετημένη, Αλλά ωστόσο είναι φιλόξενη Σαν ένα πιο ταπεινό σπίτι. Και αν Ένας ξένος έρθει σε αυτή, Ναυαγός ή από νοσταλγία Ή θρηνώντας για ένα φίλο που έφυγε, Αυτή με χαρά θα ακούσει, και οι δικοί της Απόγονοι επίσης, τις φωνές Στη ζεστή συστάδα, έτσι ώστε εκεί όπου η άμμος φυσά Και η ζέστη χαράζει τις κορυφές των αγρών Αυτοί τον ακούνε, αυτές τις φωνές, Και αντηχούνε τη θλίψη του ανθρώπου. Έτσι αυτή κάποια στιγμή φρόντισε Τον προφήτη τον αγαπημένο του Θεού,… (μετάφραση από τα Αγγλικά όλων των εδώ αποσπασμάτων: Βασίλης Geo Κυρίτσης)
Το 1803 ο Χαίλντερλιν έγραψε ένα από τα καλύτερα ποιήματά του που ονομάζεται «Πάτμος». «Ο Θεός είναι κοντά Αν και είναι δύσκολο να Τον συλλάβεις. αλλά όπου υπάρχει κίνδυνος, Ένα στοιχείο σωτηρίας ξεπηδά επίσης.» …αρχίζει το ποίημα «Πάτμος» και συνεχίζει πλημμυρίζοντας τον αναγνώστη με έντονες εικόνες. Ο Χαίλντερλιν ήξερε αρχαία ελληνικά, είχε διαβάσει αρχαίους έλληνες κλασικούς συγγραφείς και αρκετά θρησκευτικά κείμενα. Πολλά στοιχεία του ποιήματος τα αντλεί από τα Ευαγγέλια και αναμιγνύει ιδέες για το χώρο και το χρόνο από την αρχαία ελληνική γραμματεία. Ξεκινώντας από την πεποίθηση ότι η λογοτεχνία της Αρχαίας Ελλάδας ήταν άριστο δείγμα απέριττης και ευγενούς ομορφιάς, καταφέρνει στο ποίημα να αποδώσει την αίσθηση της ενότητας του χρόνου μπλέκοντας αρμονικά επιδράσεις από τον Όμηρο, την κλασσική εποχή και τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Για τον Χαίλντερλιν οι διάφορες εποχές και περίοδοι είναι διακριτές αλλά αποτελούν ένα δυναμικό ιστορικό συνεχές που διατρέχει και ενώνει τον χρόνο και τον χώρο. Το ποίημα περιέχει αναφορές στην Πάτμο, το νησί όπου ο Ιωάννης ο Θεολόγος σε ένα σπήλαιο κοντά στην ακτή έγραψε το βιβλίο της Αποκάλυψης δηλαδή το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Ο Πάτροκλος (Patoklos στο πρωτότυπο) είναι ο ξάδερφος του Αχιλλέα ο οποίος προσποιούμενος τον Αχιλλέα πολέμησε εναντίον του Έκτωρα αλλά είναι επίσης ένα ποτάμι στην Μικρά Ασία όπου κατά τους αρχαίους χρόνους συλλεγόταν χρυσός. Ο Τμώλος, γιος του Άρη και της Θεογονίας, είναι θεός των βουνών, κριτής στη μουσική διαμάχη ανάμεσα στον Απόλλωνα και στον Πάνα, και επίσης είναι όρος κοντά στην αρχαία Λυδική πρωτεύουσα των Σάρδεων, πολύ κοντά στην Πάτμο. Το Όρος Μεσσογή (Mount Messogis) βρίσκεται ανατολικά της Εφέσου στη Μικρά Ασία, επίσης κοντά στην Πάτμο. Υπάρχει στο ποίημα διαρκής εναλλαγή αναφορών στην ελληνική μυθολογία και σε χριστιανικά θέματα που βέβαια αποτελούν απλώς σημεία στο ίδιο χρονικό συνεχές. Ο Χαίλντερλιν χρησιμοποιεί στα γερμανικά πολλές λέξεις αμφίσημες χωρίς το συγκείμενο να βοηθά στη διάκριση του νοήματος (π.χ. η λέξη «δείπνο» -Abendmahl- που παραπέμπει στο Μυστικό Δείπνο αλλά ενδεχομένως και σε διονυσικά συμπόσια αλλά και η λέξη «οίνος» που μάλλον αναφέρεται στο δινυσιακό οίνο παρά στον οίνο/αίμα της Θείας Ευχαριστίας). Το 1936 ο Χάιντεγκερ σε ένα δοκίμιο για τον Χαίλντερλιν γράφει ότι «Η Ποίηση είναι η καθιέρωση του Όντος μέσω του Λόγου», ιδέα που πιθανότατα εμπνεύστηκε από τις τελευταίες γραμμές του ποιήματος «Πάτμος» όπου ο Χαίλντερλιν γράφει: «…αλλά αυτό που ο Πατέρας μας Που βασιλεύει πάνω από όλα πιο πολύ θέλει Είναι ο καθιερωμένος Λόγος να Τηρείται με προσοχή και Κείνο που αντέχει να ερμηνεύεται καλά. [Το] Γερμανικό άσμα πρέπει μ’αυτό να συμφωνεί.» Όσο και αν το μεταφυσικό στοιχείο ενυπάρχει στο έργο του Χαίλντερλιν, ο Scott Horton θεωρεί πως ο ποιητής με αυτούς τους τελευταίους στίχους εκφράζει την ανησυχία του για τη γερμανική γλώσσα ως εκφραστικό μέσο. Έτσι, ο ποιητής χρησιμοποιεί την ιδέα περί του λόγου του Θεού για να δείξει πως και η γερμανική γλώσσα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για εκφραστικούς στόχους με βάση την απλότητα της έκφρασης και την ευγένεια του πνεύματος. Ο ποιητής με αφετηρία τα χριστιανικά του συναισθήματα προβάλλει τις ιδεές του για μια (επι)κοινωνία του ανθρώπινου είδους μέσω της γλώσσας και των ιδεών. Παρόλο που ο Χάιντεγκερ, κατά τον Scott Horton, διέστειλε με αρνητικό τρόπο τις ιδέες του Χαίλντερλιν, το ποίημα «Πάτμος» παραμένει ένα εξαιρετικό έργο τέχνης που με αφετηρία την αρχαιότητα στοχεύει στο μοντέρνο και «αξίζει να διαβαστεί – παρά τη διαστρεύλωσή του από τον Χάιντεγκερ». Μικρό Βιογραφικό Σημείωμα Ο Γιόχαν Κρίστιαν Φρήντριχ Χαίλντερλιν (Johann Christian Friedrich Hölderlin, 20 Μαρτίου 1770—7 Ιουνίου 1843), ήταν Γερμανός λυρικός ποιητής. Ήταν συμμαθητής με τον Φρήντριχ Σέλλινγκ. Ο 1788 έκανε ανώτατες θεολογικές σπουδές στο Tübinger Stift. Εκεί γνώρισε τους Λούντβιχ Νόιφερ και Ρούντολφ Μάγκεναου, άριστους χειριστές του έμμετρου λόγου, οι οποίοι θα ασκούσαν σημαντική πνευματική και ηθική επίδραση στο Χαίλντερλιν. Επίσης, εκεί ο Χαίλντερλιν ξανασυνάντησε τον Σέλλινγκ και γνώρισε τον Χέγκελ με τον οποίο ανέπτυξε στενή φιλία και ο Χαίλντερλιν κατάφερε να ξυπνήσει τον ποιητή ακόμη και στον φιλόσοφο της διαλεκτικής της ιστορίας, όπως φανερώνει και ποίημα σε ελεύθερο ρυθμό που ο Χέγκελ αφιέρωσε στο Χαίλντερλιν. Επίσης, γνώρισε τον Φρήντριχ Σίλλερ και, μέσω αυτής της φιλίας, συνάντησε τον Γκαίτε χωρίς όμως να συνειδητοποιήσει τη στιγμή της συναντήσής τους ποιος ήταν ο «ξένος» που έβλεπε. Ο μεγάλος έρωτας συνάντησε τον Χαίλντερλιν τον Ιανουάριο του 1795. Ένα γεγονός-ορόσημο για τη ζωή και την ποίηση του Χαίλντερλιν ήταν η γνωριμία του με τη Σουζέττε Γκόνταρτ, στο σπίτι της οποίας εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος. Παρόλο που ήταν παντρεμένη με τον Γιάκομπ Φρήντριχ Γκόνταρτ, ο Χαίλντερλιν ερωτεύτηκε με ιδιότυπο τρόπο τη Σουζέττε. Η τελευταία θα γινόταν για το Χαίλντερλιν σύμβολο του μεγάλου και κοσμογονικού μυστικού του έρωτα, του μέλλοντος του ανθρώπινου γένους έπειτα από το Ρομαντισμό, αλλά και ταυτόχρονα μια απτή ανθρώπινη ύπαρξη. Στον Υπερίωνα της δίνει μάλιστα το προσωνύμιο «Διοτίμα», όπως η ιέρεια στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα. Παρόλο που το ίνδαλμα της εξιδανικευμένης ποιητικής μορφής της «Διοτίμας» είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του στην ποίηση του Χαίλντερλιν πριν ακόμη γνωρίσει τη Σουζέττε Γκόνταρτ, εντούτοις ήταν αυτή που το έκανε να ωριμάσει μέσα του. Η σχέση τους γνώρισε πολλές περιπέτειες και δυσκολίες. Στις 22 Ιουνίου 1802, τρία χρόνια μετά την έκδοση του β΄ μέρους του Υπερίωνα, η Σουζέττε Γκόνταρτ έφυγε από τον κόσμο, σε ηλικία 33 ετών, από φυματίωση. Η είδηση του θανάτου της θα προκαλούσε τα πρώτα σημάδια κλονισμού της διανοητικής ισορροπίας του Χαίλντερλιν. Όπως αναφέραμε παραπάνω, συνάντησε πολλά μεγάλα πνέυματα της εποχής του και η συναναστροφή του με αυτά τον βοήθησε να εξελιχθεί και ο ίδιος πνευματικά. Γνώρισε τον συγγραφέα Βίλχελμ Χάινσε ο οποίος παγίωσε στον Χαίλντερλιν την αγάπη για την Ελλάδα, ενώ τον βοήθησε να απεγκλωβίσει την οπτική του από τις επαναστατικές ιδέες της εποχής του. Το Σεπτέμβριο του 1806 ο Ισαάκ φον Σίνκλαιρ αναγκάστηκε να μεταφέρει τον Χαίλντερλιν σε φρενολογική κλινική στην Τύμπιγκεν/Τυβίγγη (Tübingen). Είχε προ πολλού αρχίσει να παρουσιάζει παροξυσμούς, αλλά η υγεία του έβαινε προς το καλύτερο. Έτσι, η θεραπεία στο φρενοκομείο ήταν μάλλον επιβλαβής για τον ίδιο, και θα ήταν ακόμη περισσότερο αν ένας συχνός του επισκέπτης στην κλινική, ο Ερνστ Τσίμμερ (Ernst Zimmer), δεν λάμβανε την πρωτοβουλία, το καλοκαίρι του 1807, να τον περιθάλψει στο σπίτι του. Ο Χαίλντερλιν έμεινε με τον Τσίμμερ, ο οποίος φρόντιζε παράλληλα να πληροφορεί τη μητέρα του ποιητή για την κατάστασή του, άλλα 36 χρόνια, μέχρι το θάνατό του το 1843. Ίσως αξίζει να σημειωθει πως ο Χαίλντερλιν ήταν ο αγαπημένος ποιητής του Νίτσε ο οποίος επίσης έμελλε να ακολουθήσει το μονοπάτι της τρέλας. “Patmos” – a poem by Friedrich Hölderlin The god Is near, and hard to grasp. But where there is danger, A rescuing element grows as well. Eagles live in the darkness, And the sons of the Alps Cross over the abyss without fear On lightly-built bridges. Therefore, since the summits Of Time are heaped about, And dear friends live near, Growing weak on the separate mountains — Then give us calm waters; Give us wings, and loyal minds To cross over and return. Thus I spoke, when faster Than I could imagine a spirit Led me forth from my own home To a place I thought I’d never go. The shaded forests and yearning Brooks of my native country Were glowing in the twilight. I couldn’t recognize the lands I passed through, but then suddenly In fresh splendor, mysterious In the golden haze, quickly emerging In the steps of the sun, Fragrant with a thousand peaks, Asia rose before me. Dazzled I searched for something Familiar, since the broad streets Were unknown to me: where the gold-bejeweled Patoklos comes rushing down from Tmolus, Where Taurus and Messogis stand, And the gardens are full of flowers, Like a quiet fire. Up above In the light the silver snow Thrives, and ivy grows from ancient Times on the inaccessible walls, Like a witness to immortal life, While the solemn god-built palaces Are borne by living columns Of cypress and laurel. But around Asia’s gates Unshaded sea-paths rush About the unpredictable sea, Though sailors know where The islands are. When I heard that one of these close by Was Patmos, I wanted very much To put in there, to enter The dark sea-cave. For unlike Cyprus, rich with springs, Or any of the others, Patmos Isn’t splendidly situated, But it’s nevertheless hospitable In a more modest home. And if A stranger should come to her, Shipwrecked or homesick Or grieving for a departed friend, She’ll gladly listen, and her Offspring as well, the voices In the hot grove, so that where sands blow and heat cracks the tops of the fields, They hear him, these voices, And echo the man’s grief. Thus she once looked after The prophet that was loved by God, Who in his holy youth Had walked together inseparably With the Son of the Highest, Because the Storm-Bearer loved The simplicity of his disciple. Thus that attentive man observed The countenance of the god directly, There at the mystery of the wine, Where they sat together at the hour Of the banquet, when the Lord with His great spirit quietly foresaw his Own death, and forespoke it and also His final act of love, for he always Had words of kindness to speak, Even then in his prescience, To soften the raging of the world. For all is good. Then he died. Much Could be said about it. At the end His friends recognized how joyous He appeared, and how victorious. And yet the men grieved, now that evening Had come, and were taken by surprise, Since they were full of great intentions, And loved living in the light, And didn’t want to leave the countenance Of the Lord, which had become their home. It penetrated them like fire into hot iron, And the one they love walked beside them Like a shadow. Therefore he sent The Spirit upon them, and the house Shook and God’s thunder rolled Over their expectant heads, while They were gathered with heavy hearts, Like heroes under sentence of death, When he again appeared to them At his departure. For now The majestic day of the sun Was extinguished, as he cast The shining scepter from himself, Suffering like a god, but knowing He would come again at the right time. It would have been wrong To cut off disloyally his work With humans, since now it pleased Him to live on in loving night, And keep his innocent eyes Fixed upon depths of wisdom. Living images flourish deep In the mountains as well, Yet it is fearful how God randomly Scatters the living, and how very far. And how fearsome it was to leave The sight of dear friends and walk off Alone far over the mountains, where The divine spirit was twice Recognized, in unity. It hadn’t been prophesied to them: In fact it seized them right by the hair Just at the moment when the fugitive God looked back, and they called out to him To stop, and they reached their hands to One another as if bound by a golden rope, And called it bad — But when he dies —he whom beauty Loved most of all, so that a miracle Surrounded him, and he became Chosen by the gods — And when those who lived together Thereafter in his memory, became Perplexed and no longer understood One another; and when floods carry off The sand and willows and temples, And when the fame of the demi-god And his disciples is blown away And even the Highest turns aside his Countenance, so that nothing Immortal can be seen either In heaven or upon the green earth — What does all this mean? It is the action of the winnower, When he shovels the wheat And casts it up into the clear air And swings it across the threshing floor. The chaff falls to his feet, but The grain emerges finally. It’s not bad if some of it gets lost, Or if the sounds of his living speech Fade away. For the work Of the gods resembles our own: The Highest doesn’t want it Accomplished all at once. As mineshafts yield iron, And Etna its glowing resins, Then I’d have sufficient resources To shape a picture of him and see What the Christ was like. But if somebody spurred himself on Along the road and, speaking sadly, Fell upon me and surprised me, so that Like a servant I’d make an image of the god — Once I saw the lords Of heaven visibly angered, not That I wanted to become something different, But that I wanted to learn something more. The lords are kind, but while they reign They hate falsehood most, when humans become Inhuman. For not they, but undying Fate It is that rules, and their activity Spins itself out and quickly reaches an end. When the heavenly procession proceeds higher Then the joyful Son of the Highest Is called like the sun by the strong, As a watchword, like a staff of song That points downwards, For nothing is ordinary. It awakens The dead, who aren’t yet corrupted. And many are waiting whose eyes are Still too shy to see the light directly. They wouldn’t do well in the sharp Radiance: a golden bridle Holds back their courage. But when quiet radiance falls From the holy scripture, with The world forgotten and their eyes Wide open, then they may enjoy that grace, And study the light in stillness. And if the gods love me, As I now believe, Then how much more Do they love yourself. For I know that the will Of the eternal Father Concerns you greatly. Under a thundering sky His sign is silent. And there is one who stands Beneath it all his life. For Christ still lives. But the heroes, all his sons Have come, and the holy scriptures Concerning him, While earth’s deeds clarify The lightning, like a footrace That can’t be stopped. And he is there too, Aware of his own works From the very beginning. For far too long The honor of the gods Has been invisible. They practically have to Guide our fingers as we write, And with embarrassment the energy Is torn from our hearts. For every heavenly being Expects a sacrifice, And when this is neglected, Nothing good can come of it. Without awareness we’ve worshipped Our Mother the Earth, and the Light Of the Sun as well, but what our Father Who reigns over everything wants most Is that the established word be Carefully attended, and that Which endures be interpreted well. German song must accord with this. Πηγές: Patmos, a poem by Hölderlin Article by Scott Horton:The Tower Between Being and Time Wikipedia: Johann Christian Friedrich Hölderlin Wikipedia: Φρήντριχ Χαίλντερλιν