Κ.Π.Καβάφης: Πάρθεν (Κρυμμένα ποιήματα)
Aυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.
Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απαί την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιανίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Pωμανία πάρθεν.»
Γεώργιος Βιζυηνός: Ὁ τελευταῖος Παλαιολόγος
(Ατθίδες Αύραι)
Τὸν εἶδες μὲ τὰ μάτια σου, γιαγιά, τὸν Βασιλέα,
ἢ μήπως καὶ σὲ φάνηκε, σὰν ὄνειρο, νὰ ποῦμε,
σὰν παραμύθι τάχα;
-Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, ὡσὰν καὶ σένα νέα,
πὰ νὰ γενῶ ἑκατὸ χρονῶ, κι᾿ ἀκόμα τὸ θυμοῦμαι,
σὰν νἄταν χτὲς μονάχα.
Στὴν Πόλη, στὴν Χρυσόπορτα, στὸν πύργον ἀπὸ κάτου,
εἶν᾿ ἕνα σπήλαιο πλατύ, στρωμένο σὰν παλάτι,
σὰν ἅγιο παρακκλήσι;
Κανένας Τοῦρκος δὲν μπορεῖ νὰ κρατηθῇ κοντά του,
κανεὶς τῆς σιδερόπορτας ναὕρη τὸ μονοπάτι,
νὰ πὰ νὰ τὸ μηνύσῃ.
Μόνο κανένας Χριστιανός, κανένας ποὺ τὸ ξέρει,
περνᾷ π᾿ αὐτοῦ κρυφὰ κρυφὰ καὶ τὸν σταυρό του κάνει
μὲ φόβο καὶ μ᾿ ἐλπίδα.
Ἔτσι κι᾿ ἐγώ, βαστούμενη στὸ πατρικό μου χέρι,
ἐπῆγα καὶ προσκύνησα. Καὶ ἐδ᾿ αὐτοῦ μ᾿ ἐφάνη-
Ὄχι μ᾿ ἐφάνη! Εἶδα:
Μέσ᾿ στὸ σκοτάδι τὸ βαθὺ ἕν᾿ ἄστρο, σὰν λυχνάρι,
σὰν μία φλόγα μυστική, ἀπ᾿ τὸν Θεὸ ἀναμμένη.
γαλάζια λάμψι χύνει.
Καὶ φέγγει τὴν λευκόχλωμη τοῦ Βασιλέως χάρι,
ποὺ μὲ κλεισμένα βλέφαρα ἐξαπλωμένος μένει
στὴν ἀργυρή του κλίνη.
– Ἀπέθανε, γιαγιά; – Ποτέ, παιδάκι μου! Κοιμᾶται,
κοιμᾶται μόνο! Τὴν χρυσὴ κορῶνα στὸ κεφάλι,
τὸ σκῆπτρο του στὸ χέρι.
Καί, σὰν παληοί του σύντροφοι, πιστοί του
παραστᾶται, στὰ στήθη τ᾿ ὁ Σταυραετός, στὰ πόδια του
προβάλλει δικέφαλο Ξαφτέρι.
Ἐπάν᾿ ἀπ᾿ τὸ κεφάλι του, ἡ ἀσπίδα παραστέκει,
κι᾿ ἐκεῖ ποὺ τὸ χρυσόπλεκτο, τὸ ψηφωτὸ ζωνάρι
τὴν μέση του κατέχει,
σὰν ἀστραπὴ π᾿ ἀπέμεινε χωρὶς ἀστροπελέκι,
ζερβιά, ὡς κάτου κρέμεται τ᾿ ἀστραφτερὸ θηκάρι-
μέσα σπαθὶ δὲν ἔχει!
-Γιατί, γιαγιά; Ποῦ εἶναι τό; -Βαμμένο μέσ᾿ στὸ αἷμα,
ἀκόμ᾿ ὡς τώρα βρίσκεται σ᾿ ἑνὸς ἀγγέλου χέρι,
στὸν οὐρανὸ ἐπάνου…
Ἤτανε τότε ποὺ ἡ Τουρκιὰ τὴν Πόλην ἐπολέμα.
Μέσα μία φοῦχτα ἐλεύθεροι, ἀπ᾿ ἔξω μύριο ἀσκέρι,
οἱ σκλάβοι τοῦ Σουλτάνου.
Κι᾿ ὁ Μωχαμὲτ ὁ ἴδιος του πὰ στ᾿ ἄγριό του ἄτι
-Δός μου τῆς Πόλης τὰ κλειδιά! τοῦ Κωνσταντίνου κράζει,
καὶ τὸ σπαθί σου δός μου!
-Ἔλα καὶ πάρ᾿ τα! λέγ᾿ αὐτός, τοῦ Τούρκου τοῦ μουχτάτη
Ἐγὼ δὲν δίνω τίποτε! Τίποτ᾿ ἐνόσῳ βράζει
μία στάλλα γαῖμα ἐντός μου!-
Κι᾿ ἐπρόβαλαν τὰ λάβαρα, κι᾿ ἀρχίνησεν ἡ μάχη!
Σαράντα μέραις πολεμοῦν, σαράντα μερονύχτια
χτυπιοῦνται καὶ χτυποῦνε,
οἱ Τοῦρκοι σὰν τὰ κύματα κι᾿ οἱ Χριστιανοὶ σὰν βράχοι.
Κι᾿ οὔτε τῶν Φράγκων προδοσιαίς, οὔτε τῶν φλάρων δίχτυα
τὸν Βασιλέα σειοῦνε.
Ἀπ᾿ ταὶς σαράντα κι᾿ ὕστερα Θεὸς τὸν παραγγέλλει.
-Γιὰ τοῦ λαοῦ τὰ κρίματα, εἶναι γραφτὸ νὰ γείνῃ,
προσκύνα τὸν Σουλτάνο!-
Μ᾿ αὐτός, τὸ χέρι στὸ σπαθί, πεισμόνεται, δὲν θέλει!
-Πρὶν μπρὸς σὲ Τοῦρκο τύραννο τὸ γόνατό μου κλίνῃ,
πὲς κάλλιο ν᾿ ἀποθάνω!-
Ἔξ᾿ ἀπ᾿ τὸ κάστρο χύνεται μὲ σπάθα γυμνωμένη,
καὶ σφάζει Τούρκων κατοσταὶς κι᾿ ἀγαρινῶν χιλιάδες-
Ἐκεῖνος κι᾿ ὁ στρατός του.
Μὰ ἦτ᾿ ὀλίγος ὁ στρατός, κι᾿ οἱ πρῶτοι λαβωμένοι!
Ἔπεσαν τ᾿ ἀρχοντόπουλα ἔφυγαν οἱ Ρηγάδες,
κι᾿ ἀπέμεινεν ἀτός του.
Ὅσο τὸν ζώνουν τὰ σκυλιά, τόσο χτυπᾷ καὶ σφάζει,
σὰν πληγωμένος λέοντας, σὰν τίγρη τῆς ἐρήμου,
ποὺ τὰ παιδιά της σκώσουν.
Μὰ κεῖ τοῦ πέφτει τ᾿ ἄλογο! Καὶ πέφτ᾿ αὐτὸς καὶ κράζει.
-Δὲν βρίσκετ᾿ ἕνας Χριστιανὸς νὰ πάρ᾿ τὴν κεφαλή μου,
πρὶν πᾶν καὶ μὲ σκλαβώσουν;-
Μιὰ τρίχα καὶ τὸν σκότωνεν Ἀράπικη λεπίδα!
Μὰ δὲν τὸ ἤθελ᾿ ὁ Θεός. Δὲν ἤθελε ν᾿ ἀφίσῃ
τῶν Χριστιανῶν τὸ Γένος
αἰώνια δίχως βασιλιᾶ κι᾿ ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα.
Γι᾿ αὐτὸ προστάζ᾿ ἕν᾿ ἄγγελο νὰ πὰ νὰ τὸν βοηθήση,
σὰν ἦταν κυκλωμένος.
Κι᾿ αὐτὸς τὸν Μαῦρο λακπατᾷ, τὸν Βασιλὲ γλυτώνει.
τὸ κοφτερό του τὸ σπαθί του παίρν᾿ ἀπὸ τὸ χέρι,
τοὺς Τούρκους διασκορπίζει.
Πὰ στὰ λευκά του τὰ φτερὰ τὸν Βασιλέα σκώνει,
μέσ᾿ στὸ πλατὺ τὸ σπήλαιο, ποὺ σ᾿ εἶπα, τόνε φέρει,
κι᾿ ἐκεῖ τόνε κοιμίζει.-
-Καὶ τώρα πιὰ δὲν εἰμπορεῖ, γιαγιάκα, νὰ ξυπνήσῃ;
-Ὢ βέβαια! Καιροὺς καιρούς, σηκώνει τὸ κεφάλι,
στὸν ὕπνο τὸν βαθύ του,
καὶ βλέπ᾿ ἂν ἦρθεν ἡ στιγμή, πὤχ᾿ ὁ Θεὸς ὁρίσει,
καὶ βλέπ᾿ ἂν ἦρθ᾿ ὁ ἄγγελος γιὰ νὰ τοῦ φέρῃ πάλι
τὸ κοφτερὸ σπαθί του.
-Καὶ θἄρθη, ναί, γιαγιάκα μου; -Θἄρθη, παιδί μου, θἄρθη.
Καὶ ὅταν ἔρθῆ, τί χαρὰ στὴν γῆ, στὴν οἰκουμένη,
σ᾿ ὅποιους θὰ ζοῦνε τότε!
Διπλό, τριπλὸ θὰ πάρουμεν αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐπάρθη,
κι᾿ ἡ Πόλη, κι᾿ ἡ Ἁγιασοφιὰ δική μας θένα γένη.
-Πότε, γιαγιά μου; Πότε;
-Ὅταν τρανέψῃς, γυόκα μου, κι᾿ ἀρματωθῇς καὶ κάμῃς
τὸν ὅρκο στὴν Ἐλευθεριά, σὺ κι᾿ ὅλ᾿ ἡ νεολαία,
νὰ σώσετε τὴν χώρα.
Τότε θὲ νἄρθ᾿ ὁ ἄγγελος κι᾿ ἀγγελικαὶ δυνάμεις,
νὰ μποῦνε, νὰ ξυπνήσουνε, νὰ ποῦν στὸν Βασιλέα,
πὼς ᾖλθε πιὰ ἡ ὥρα!
Κι᾿ ὁ Βασιλὲς θὰ σηκωθῇ, τὴν σπάθα του θὰ δράξη,
καί, στρατηγός σας, θὲ νὰ μπῇ στὸ πρῶτο του βασίλειο
τὸν Τοῦρκο νὰ χτυπήσῃ.
Καὶ χτύπα, χτύπα θὰ τὸν πὰ μακρὰ νὰ τὸν πετάξῃ,
πίσω στὴν Κόκκινη Μηλιά, καὶ πίσ᾿ ἀπὸ τὸν ἥλιο,
ποὺ πιὰ νὰ μὴ γυρίσῃ!
Κωστής Παλαμάς: Λόγος Η’ Προφητικός –
απόσπασμα (Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου)
Μες στις παινεμένες χώρες, Χώρα
παινεμένη, θά ‘ρθει κι η ώρα,
και θα πέσεις, κι από σέν’ απάνου η Φήμη
το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση.
Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμι.
Θά ‘ρθει κι η ώρα· εσένα ήταν ο δρόμος
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση,
σαν το δρόμο του ήλιου· γέρνεις· όμως
το πρωί για σε δε θα γυρίσει.
Και θα σβήσεις καθώς σβήνουνε λιβάδια
από μάισσες φυτρωμένα με γητειές·
πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια
κι από τις δροσοσταλαματιές·
θα σε κλαίν’ τα κλαψοπούλια στ’ αχνά βράδια
και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές.
Και την έκοβε του οχτρού σου την ορμή
της χυτής σου της φωτιάς το θάμα˙
και στο κάστρο σου σπρωγμέν’ η Ανατολή
λυσσομάναε με τη Δύση αντάμα.
Και κρατούσες των αρμάτων την πλημμύρα,
κι ορθός κι άσειστος της δύναμής σου ο κάβος˙
λυγισμένοι ομπρός σου
νά κι ο Τούρκος, νά κι ο Φράγκος, νά κι ο Σλάβος.
Στη χυτή σου τη φωτιά, ω! τι μοίρα!
καιρούς κι αιώνες έκαιες τον οχτρό σου˙
στη χυτή σου τη φωτιά, ω! τι μοιρα!
μόνη σου θα πέσεις να καείς,
τρισαπελπισμένη της ζωής.
Και χορό τριγύρω σου θα στήσουν
με βιολιά και με ζουρνάδες
γύφτοι, οβραίοι, αράπηδες, πασάδες,
και τα γόνατα οι τρανοί σου θα λυγίσουν,
και θα γίνουν των ραγιάδων οι ραγιάδες
και τ’ αγόρια σου τ’ αγνά θα τα μολέψουν
με τ’ αγκάλιασμά τους οι σουλτάνοι,
και τα λείψανά σου θα τα κλέψουν
οι ζητιάνοι.
Χώρα τρισκατάρατη, απ’ τα ύψη
σε ποια βύθη, χώρα αμαρτωλή!
Και κανένας να σου δώσει δε θα σκύψει
του θανάτου το στερνό φιλί.
Και το πέσιμό σου θα βροντήξει
κι ένα μοιρολόι σου θα ουρλιάσει,
και το μοιρολόι σου θα το πνίξει
από πάνω σου αλαλάζοντας μια πλάση.
Μια καινούργια πλάση, μια γεννήτρα
θα φουντώσει απ’ τα χαλάσματά σου,
κάθε δύναμης και χάρης σου απαρνήτρα,
διαλαλήτρα μοναχά της ασκημιάς σου.
Πλάση αταίριαστη μ’ εσέ και ξένη,
κι ας την έχεις με το γάλα σου ποτίσει˙
την πατάει τη στέρφα γη σου και διαβαίνει,
κι όπου πάτησε αναβρύζει και μια βρύση.
Κι η Ψυχή σου, ω Πολιτεία,
κολασμένη από την αμαρτία,
νεκρή αφήνοντας εσένα
θα πλανιέται κυνηγώντας άλλη γέννα.
Σάμπως νά ειναι πουλημένη σε δαιμόνους,
θα σπαράζει και θα πλέει μες στα σκοτάδια,
και ίσκιος θα είναι μέσα στ’ άδεια,
μες στην άβυσσο μια βάρκα·
κι ο ίσκιος ύστερα θα παίρνει σάρκα
κι η βάρκα ύστερα θα φτάνει
σε ξεσκέπαστο ανεμόδαρτο λιμάνι.
Και θα ζεις ξανά στους τόπους και στους χρόνους
και στις ιστορίες των εθνών
και στους κύκλους των αιώνων
θα μαυρολογάς, των ξεπεσμών
ω Ψυχή, και των αδόξαστων αγώνων.
Κι η Ψυχή σου, Πολιτεία καταραμένη,
δε θα βρει ν’ αναπαυτεί·
του Κακού τη σκάλα από σκαλί
σε σκαλί θα τήνε κατεβαίνει,
κι όπου πάει κι όπου σταθεί,
σε κορμί χειρότερο θα μπαίνει.
Και θα ρθει μια μέρα, μαύρη μέρα!
Και η ψυχή σου, ω Πολιτεία,
θα κατασταλάξει πέρα, πέρα
στην καμαρωμένη Γη,
στου ήλιου τη χαρά, στ’ Απρίλη τον αέρα.
Και στο φως θα βγει,
και ξαφνίζοντας τον ήλιο,
σα θρεμμένο απ’ το δικό σου αίμα,
ένα γέλιο, ένα παράλλαμα, ένα ψέμα,
ένα κλάμα, ένα Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Ο.
Ο δικέφαλος αητός σου νά! μακριά
μακριά πέταξε με τ’ άξια και με τ’ άγια
και θα ισκιώσουν τα τετράπλατα φτερά
λαούς άλλους, κορφές άλλες, άλλα πλάγια.
Προς τη Δύση και προς το Βοριά
την κορώνα φέρνει, και κρατά
–και τα νύχια του είν’ αρπάγια–
και τη δόξα και τη δύναμη κρατά˙
και το γέλιο, και το ψέμα το Βασίλειο
που γεννήθηκε από σένα μες στον ήλιο,
κοίτα, Θεέ! θα σέρνεται μπροστά
σα μπαλσαμωμένη κουκουβάγια.
Μ’ όλα σου θα ζει τα χαμηλά,
με καμιά σου δε θα ζει μεγαλοσύνη,
κι οι προφήτες που θα προσκυνά,
νάνοι και αρλεκίνοι.
Και σοφοί του και κριτάδες
του άδειου λόγου οι τροπαιούχοι,
καΙ διαφεντευτάδες
κυβερνήτες του οι ευνούχοι.
Και θα φύγεις κι απ’ το σάπιο το κορμί,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα,
και δε θά ‘βρει το κορμί μια σπιθαμή
μες στη γη για να την κάμει μνήμα,
κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι,
να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά,
κι ο Καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.
Όσο να σε λυπηθεί
της αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώσει μιαν αυγή,
και να σε καλέσει ο λυτρωμός,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!
Και θ’ ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
θα γθυθείς της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή,
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν τον κόρφο το γυναίκειο, σαν το κύμα,
και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα, –
για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!