Σταθεροποίησαν εκεί την παρουσία τους και ακολουθώντας επεκτατική πολιτική, η χώρα τους μεταμορφώθηκε σταδιακά σε κραταιά αυτοκρατορία, ισοδύναμη με εκείνη της Αιγύπτου και της Βαβυλώνας. Παράλληλα, εμφανίζει έντονη κίνηση στον καλλιτεχνικό και πολιτισμικό τομέα, παρά το μεγάλο αριθμό λαών και φυλών που συνθέτουν την επικράτειά της.
Ωστόσο, γύρω στα 1200 π.Χ. η αυτοκρατορία των Χετταίων ξαφνικά κατέρρευσε. Οι συνθήκες, τα ακριβή αίτια όσο και ο τρόπος που οδηγηθήκε στην πλήρη συντριβή παραμένουν ένα αίνιγμα. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι πιο τολμηροι λαοί οι Κιμμέριοι, οι Σκύθες και οι Ασσύριοι τους αφάνισαν. Στον ελληνικό κόσμο που αναδύεται στη συνέχεια, δεν συναντάται καμία αναφορά περί Χετταίων. Στις ελληνικές πηγές απουσιάζει ακόμη και τ’ ονομά τους.
Ετσι ο λαός αυτός βυθίστηκε σε ολοκληρωτική λήθη, παρασύροντας μαζί και την κύρια έκφραση του πολιτισμού του στον μικρασιατικό χώρο κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. Ο αφανής κόσμος των Χετταίων άρχισε να έρχεται και πάλι στο φως μέσα στον 20ό αι. Μέχρι τότε σαν μια σειρά από σατανικές συμπτώσεις να τον κρατούσαν σε αινιγματικό σκότος.
Από τις γνώσεις που έχουμε ώς τώρα -εξηγεί ο Γερμανός αρχαιολόγος Κουρτ Μπίτελ, συγγραφέας κορυφαίων έργων με θέμα τη χεττιτική ιστορία και τέχνη- η περιοχή που, αργότερα αποτέλεσε τμήμα του εδαφικού πυρήνα των Χάττι ξεχωρίζει, για πρώτη φορά στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων της 3ης χιλιετίας π.Χ., χάρη στην παραγωγή καλλιτεχνικών αντικειμένων υψηλού επιπέδου, τα εντυπωσιακότερα δείγματα της οποίας θεωρούνται οι πλουσιότατοι ηγεμονικοί τάφοι του νότιου Πόντου και της βόρειας Καππαδοκίας.
Λόγω των εμφανών επιρροών από γειτονικούς λαούς διατυπώθηκε επανειλημμένα η απόψη ότι ο πολιτισμός που αρχίζει να αναπτύσσεται στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. δεν μπορεί να κατανοηθεί, αν δεν ληφθούν υπόψη οι προηγούμενες πολιτισμικές φάσεις. Δεν πρέπει, ωστόσο, να υπερβάλουμε όσον αφορά τα σημεία επαφής, τα οποία είναι, πράγματι, εμφανή σε πολλές πτυχές του χεττιτικού πολιτισμού.
Η λεγόμενη περίοδος των ασσυριακών εμπορικών αποικιών δέχθηκε όντως ερεθίσματα, που σε πολλούς τομείς παρήγαγαν εντελώς νέες ιδέες και φόρμες στην κεραμική, στη μικρογλυπτική, στο μνημειώδες ανάγλυφο, στην αρχιτεκτονική και στην πολεοδομία. Οι επαφές με τη βόρεια Συρία ωφέλησαν τους κατοίκους της Μικράς Ασίας, μεταξύ των οποίων και τους Πρωτοχετταίους. Οι δε δημιουργίες τους άφησαν ανεξίτηλα τα αποτύπωματά τους στους επόμενους αιώνες, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από την κληρονομιά της προηγούμενης εποχής.
Στις αρχές της Πρωτοχεττιτικής περιόδου, τελειώνει σταδιακά μια εξελικτική διαδικασία που περιλαμβάνει και μια μορφή τέχνης, η οποία δικαιούται να αποκαλείται χεττιτική. Πάντως, η συνολική εικόνα, προς το παρόν τουλάχιστον, βασίζεται σε ένα σχετικά μικρό αριθμό μνημείων και ευρημάτων, που κρύβουν, ωστόσο, σημαντικά μυστικά. Κατά την περίοδο αυτή υπήρχαν τοιχογραφίες που χάθηκαν, καθώς και ανάγλυφα από χρωματιστό γύψο.
Στον τομέα της αρχιτεκτονικής και της γλυπτικής μόνο οι εντατικές αρχαιολογικές ανασκαφές μπορούν να οδηγήσουν σε νέες ανακαλύψεις. Οι προσδοκίες μας εκπληρώθηκαν με μια ανακάλυψη που έγινε στο Μπογάζκιοϊ. Ηρθε στο φως η κεφαλή ενός αγάλματος από γκρίζο γρανίτη, το οποίο είναι ιδιαίτερα κατεστραμμένο, αλλά εξαιρετικά σημαντικό. Το εύρημα αυτό αποδεικνύει με σαφή τρόπο ότι στο Παλαιό Βασίλειο των Χάττι υπήρξαν έργα μνημειώδους γλυπτικής.
Επιπλέον, τη συνήθεια να κοσμούν με ανάγλυφες παραστάσεις τις επεξεργασμένες πέτρες των θεμελίων των τοίχων, δηλαδή τα αρχιτεκτονικά στοιχεία, εμφανίστηκε αυτήν ακριβώς την περίοδο. Το συγκεκριμένο είδος ζωφόρου εμφανίζεται στη συνέχεια, στο μέγιστο βαθμό ανάπτυξής του, στην πύλη Αλατζά Χουγιούκ, ο διάκοσμος της οποίας, αν δεν κάνουμε σοβαρό λάθος, χρονολογείται στις αρχές της μεγάλης αυτοκρατορίας. Στη λαμπρή τέχνη των Χετταίων που αναπτύσσεται κατά τον 14ο και 13ο α. π.Χ. -συνεχίζει ο Μπίτελ- κυριαρχούν άλλες τάσεις.
Ενώ η Αυτοκρατορία των Χάττι εξελίσσεται σε μια από τις μεγαλύτερες δυνάμεις της εποχής, η κατασκευή ναών και ανακτόρων οδηγεί στη διαμόρφωση μιας αρχιτεκτονικής που, στη διάρκεια του 13ου αι. π.Χ., δημιουργεί πραγματικά μνημειώδη οικοδομήματα, όπως τα βασιλικά ανάκτορα και το μεγαλύτερο ναό της πρωτεύουσας. Πέρα από τον υλικό πλούτο και την καλλιτεχνική δεξιοτεχνία αυτής της περιόδου, η επιθυμία των Μεγάλων Βασιλέων και των πριγκίπων της άρχουσας δυναστείας, ίσως και των υποτελών ηγεμόνων, να επιδείξουν την ισχύ και το μεγαλείο τους εκδηλώνεται με μοναδικό τρόπο στα επιβλητικά ανάγλυφα των βράχων.
Με τα ανάλυφα αυτά, που συνήθως βρίσκονταν μακριά απο τις πόλεις και είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα, οι Χετταίοι άφησαν ανεξίτηλα το αποτύπωμά τους στο τοπίο, εδραιώνοντας έτσι μια σχέση με τη φύση εντελώς διαφορετική από αυτήν που καταγράφεται στην περιοχή πριν και μετά από αυτούς. Η πολιτική κατάρρευση της μεγάλης χεττιτικής Αυτοκρατορίας, που σημειώθηκε γύρω στο 1200 π.Χ. ή λίγο μετά, συνοδεύτηκε, στο κέντρο της Μικράς Ασίας, από μια ανάλογου μεγέθους πολιτισμική κατάρρευση.
Η καταστροφή ήταν τεράστια, με αποτέλεσμα να χαθεί, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ο εκλεπτυσμένος τρόπος ζωής που επικρατούσε στην περιοχή, ενώ παράλληλα παρήκμασαν σημαντικά και οι τέχνες. Μόνο σε ορισμένα κέντρα του νοτιοανατολικού τμήματος διατηρήθηκε η παράδοση. Πρόκειται για τη νεοχεττιτική τέχνη του 10ου-8ου αι. π.Χ. η οποία σε ύφος και θέματα συνδέεται στενά με την προγενέστερη.
Η απαρχή της ιστορίας των Τρώων εμπλέκεται με μύθους και θρύλους. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, οι Τρώες ήταν αρχαίοι πολίτες της πόλεως της Τροίας στην περιοχή της Τρωάδος, στη χώρα της Φρυγίας, στη γη της Μικράς Ασίας. Η Τροία ήταν γνωστή για τα πλούτη της, που κέρδιζε από το λιμενικό εμπόριο με ανατολή και δύση, τα ωραία ρούχα, την παραγωγή σιδήρου, και τα τεράστια αμυντικά της τείχη.
Η βασιλική οικογένεια της Τροίας ανάγεται στην Ηλέκτρα και το Δία, τους γονείς του Δαρδάνου. Η Ηλέκτρα ανέθρεψε τον Δάρδανο στο παλάτι της στη νήσο Σαμοθράκη. Ο βασιλεύς Τρως ονόμασε το λαό Τρώες και τη χώρα Τρωάδα, από το όνομά του. Ο Ίλος ίδρυσε την πόλη του Ιλίου, δίδοντάς της το όνομά του. Ο Ζευς έδωσε στον Ίλο το Παλλάδιον. Ο Ποσειδών και ο Απόλλων έκτισαν τα τείχη και τις οχυρώσεις γύρω από την Τροία για τον Λαομέδοντα, γιο του Ίλου του νεώτερου. Όταν ο Λαομέδων αρνήθηκε να πληρώσει, ο Ποσειδών πλημμύρισε τη χώρα και απαίτησε τη θυσία της Ησιόνης σε ένα θαλάσσιο τέρας.
Ενέσκηψε πανώλη και το θαλάσσιο τέρας άρπαζε τους ανθρώπους της πεδιάδας. Μία γενιά πριν τον Τρωικό Πόλεμο, ο Ηρακλής κατέλαβε την Τροία και σκότωσε τον Λαομέδοντα και τους γιους του, εκτός από το νεαρό Πρίαμο. Ο Πρίαμος αργότερα έγινε βασιλιάς. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, οι Μυκηναίοι Έλληνες εισέβαλαν και κατέλαβαν την Τροία στα χρόνια του Τρωικού Πολέμου. Τόσο ο Τρωικός όσο τελικά και οΜυκηναϊκός πολιτισμός κατεστράφησαν. Οι Τρώες Αινείας, Βρούτος και Έλυμος διέφυγαν της καταστροφής και έγιναν ιδρυτές της Άλβα Λόνγκα (γειτονική πόλη της Ρώμης), τηςΒρετανίας, και της Ελύμης, μιας χώρας της Σικελίας.
Οι Μαξυανοί ήταν μια φυλή στη δυτική Λιβύη που ισχυρίζονταν ότι ήταν απόγονοι των Τρώων, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Τα Τρωικά πλοία μεταμορφώθηκαν σε Ναϊάδες, που ευφραίνονταν να δουν το ναυάγιο του πλοίου του Οδυσσέως… Η πρώτη πόλη ιδρύθηκε την 3η χιλιετία π.Χ.. Κατά τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού, στη θέση φαίνεται να έχει υπάρξει μια ευημερούσα εμπορική πόλη, καθώς η θέση της επέτρεπε τον πλήρη έλεγχο των Δαρδανελλίων, από τα οποία έπρεπε να περάσει κάθε εμπορικό πλοίο κατευθυνόμενο από το Αιγαίο Πέλαγος προς τον Εύξεινο Πόντο.
Η Τροία VI καταστράφηκε το 1300 π.Χ., πιθανώς από σεισμό. Μόνο ένα κεφάλι βέλους βρέθηκε σε αυτό το επίπεδο, χωρίς σωματικά υπολείμματα. Το αρχαιολογικό στρώμα που είναι γνωστό ως Τροία VIIa, το οποίο έχει χρονολογηθεί με βάση τη μορφή των αγγείων στα μέσα και τέλος του 13ου αιώνα π.Χ., είναι το συχνότερα αναφερόμενο ως υποψήφιο για την Ομηρική Τροία. Φαίνεται να έχει καταστραφεί από πόλεμο, και υπάρχουν ίχνη πυρκαϊάς.
Έως τις εκσκαφές του 1988, το πρόβλημα ήταν ότι η Τροία VII φαινόταν να είναι ένα φρούριο πάνω σε λόφο, και όχι μια πόλη του μεγέθους που περιγράφεται από τον Όμηρο, αλλά μετέπειτα πιστοποιήσεις τμημάτων των ερειπίων της πόλης δίδουν την εικόνα πόλεως σημαντικού μεγέθους. Μερικά ανθρώπινα υπολείμματα βρέθηκαν σε οικίες και δρόμους, και κοντά στα βορειοδυτικά ερείπια ένας ανθρώπινος σκελετός με κρανιακές κακώσεις και σπασμένη γνάθο. Τρεις χάλκινες κεφαλές βελών βρέθηκαν, δύο στο φρούριο και μία στην πόλη.
Ωστόσο, μόνο μικρά τμήματα της πόλης έχουν ανασκαφεί, και τα ευρήματα είναι λίγα για να συνηγορήσουν καθαρά υπέρ της καταστροφής από πόλεμο έναντι της φυσικής καταστροφής. Η Τροία VIIb1 (~1120 π.Χ.) και η Τροία VIIb2 (~1020 π.Χ.) φαίνεται να έχουν καταστραφεί από πυρκαϊά. Στην Ιλιάδα οι Αχαιοί έστησαν το στρατόπεδό τους κοντά στις εκβολές του ποταμού Σκαμάνδρου (σήμερα Karamenderes), όπου προσάραξαν τα πλοία τους. Η ίδια η πόλη της Τροίας βρισκόταν σε ένα λόφο της πεδιάδας του Σκαμάνδρου, όπου έλαβαν χώρα οι μάχες του Τρωικού πολέμου.
Η θέση της αρχαίας πόλης σήμερα απέχει περίπου 15 χιλιόμετρα από την ακτή, αλλά η αρχαία εκβολή του Σκαμάνδρου 3.000 χρόνια πριν ήταν περίπου 5 χιλιόμετρα πιο εσωτερικά, εκβάλλοντας σε ένα κόλπο που έκτοτε έχει προσχωθεί. Εκτός από την Ιλιάδα, υπάρχουν αναφορές στη Τροία στο άλλο μείζον έργο του Ομήρου, την Οδύσσεια, καθώς και σε άλλα αρχαιοελληνικά κείμενα. Ο Ομηρικός μύθος της Τροίας χρησιμοποιήθηκε από τον Ρωμαίο ποιητή Βιργίλιο στο έργο του Αινειάδα.
Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι θεωρούσαν γεγονός την ιστορικότητα του Τρωικού πολέμου, και την ταύτιση της Ομηρικής Τροίας με τη θέση στη Μικρά Ασία. Ο Μέγας Αλέξανδρος, για παράδειγμα, επισκέφθηκε την περιοχή το 334 π.Χ. και προσέφερε θυσία στους θρυλούμενους τύμβους των Ομηρικών ηρώων Αχιλλέως και Πατρόκλου. Οι αρχαίοι Έλληνες ιστορικοί τοποθετούσαν τον Τρωικό πόλεμο στον 12ο, 13ο ή 14ο αιώνα π.Χ.: ο Ερατοσθένης
στα 1184 π.Χ., ο Ηρόδοτος το 1250 π.Χ., ο Δουρις το 1334 π.Χ..
Πηγή