June, Tuesday 18th., 2019
«Αρματαγωγό «Λέσβος»: Μια ιστορία ηρώων που χάθηκε στην ντροπή της προδοσίας»Μιά ναυτική πτυχή της προδοσίας της Κύπρου κι ένας συγκλονιστικός 'Ηρωας:
Ο πλωτάρχης Π.Ν. Λευτέρης Χανδρινός.
https://youtu.be/FVDAev3Y68I
Έπρεπε να περάσουν 41 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, για να τιμήσει η Ελληνική Πολιτεία τον ήρωα Αντιναύαρχο Ελευθέριο Χανδρινό, ο οποίος το καλοκαίρι του 1974 ήταν από τους λίγους που έσωσαν την τιμή της Ελλάδας, στις επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων
Σε μια λιτή τελετή την Πέμπτη στο ΥΠΕΘΑ, η σύζυγος του αείμνηστου πλωτάρχη και κυβερνήτη του αρματαγωγού «ΛΕΣΒΟΣ», κυρία Αμαλία Χανδρινού, παρέλαβε δια χειρός του υπουργού Εθνικής Αμύνας, κ. Πάνου Καμμένου, τη Διαμνημόνευση του «Αστέρος Αξίας και Τιμής», παρουσία των αρχηγών των Κλάδων με επικεφαλής τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ Ναύαρχο Ευάγγελο Αποστολάκη
Η απόδοση τιμών στον ήρωα Χανδρινό, άργησε αν και η Ελληνική Πολιτεία ξεκίνησε σχετικές ενέργειες το 1993, με απόφαση του τότε ΥΠΕΘΑ, κ. Ιωάννη Βαρβιτσιώτη.
Στην τελετή επίσης, παραβρέθηκαν οι κόρες του ήρωα, μαζί με τις συζύγους και τα παιδιά τους.
«Αρματαγωγό «Λέσβος»: Μια ιστορία ηρώων που χάθηκε στην ντροπή της προδοσίας»
Τον Αύγουστο του 2013 η εφημερίδα ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ, με τίτλο «Αρματαγωγό «Λέσβος»: Μια ιστορία ηρώων που χάθηκε στην ντροπή της προδοσίας», δημοσίευσε μεγάλο αφιέρωμα στον Ήρωα του «Λέσβος» αείμνηστο Λευτέρη Χανδρινό. Το κείμενο του Δημήτρη Κυπριανού είχε ως εξής:
Το αρματαγωγό «Λέσβος» (L 172) του Πολεμικού Ναυτικού παροπλίστηκε το 1990, αλλά η σκουριά που τρώει τις λαμαρίνες του δεν μπορεί να σβήσει τις μνήμες του Ιούλη του ’74. Ο τότε κυβερνήτης Λευτέρης Χανδρινός έχει φύγει από τη ζωή, χωρίς να τιμηθεί και χωρίς να του αναγνωριστεί το γεγονός ότι είχε συναίσθηση της αποστολής του και τίμησε τη στολή του, κόντρα σε αυτούς που ατίμασαν ολόκληρο έθνος.
Αποστολή ρουτίνας
Το Α/Γ «Λέσβος» ήταν ένα από τα πλοία που δόθηκαν από τις ΗΠΑ στο πλαίσιο της στρατιωτικής βοήθειας προς την Ελλάδα. Είχε μπαρουτοκαπνιστεί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το 1960 εντάχθηκε στον ελληνικό στόλο. Τίποτα δεν μπορούσε να προϊδεάσει για τον ρόλο που θα το καλούσε η Ιστορία να παίξει 14 χρόνια αργότερα.
Στις 12 Ιουλίου του 1974 ήταν προγραμματισμένος απόπλους με ρότα προς το λιμάνι της Αμμοχώστου στην Κύπρο. Η αναχώρηση καθυστέρησε για 24 ώρες και τελικά απέπλευσε από τις Κεχριές στις 10 το βράδυ της 13ης Ιουλίου μεταφέροντας νέους στρατιώτες που θα αντικαθιστούσαν την προηγούμενη σειρά της ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου). Κανείς, ούτε ο κυβερνήτης πλωτάρχης Π.Ν. Λευτέρης Χανδρινός, δεν είχε ιδέα για το τι ετοίμαζε η χούντα δύο μέρες αργότερα, στις 15 Ιουλίου. Ενώ το «Λέσβος» κατευθυνόταν προς την Κύπρο, εκδηλώθηκε το πραξικόπημα κατά του αρχιεπισκόπου Μακαρίου, για τον οποίο το ραδιόφωνο μετέδιδε ότι είναι νεκρός. Ο πλωτάρχης Χανδρινός συνέχισε την πορεία του και στις 16 Ιουλίου, ενώ βρισκόταν στα ανοιχτά της Λεμεσού, διατάχθηκε να αλλάξει πορεία και να επιστρέψει στα ελληνικά χωρικά ύδατα με προορισμό τη Λίνδο της Ρόδου. Η κατάσταση στην Κύπρο ήταν ακόμα ρευστή και η χούντα δεν ήθελε να δώσει την εντύπωση ότι ενισχύει τις δυνάμεις στη Μεγαλόνησο, η οποία βρισκόταν κάτω από το μικροσκόπιο της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ. Τελικώς, όταν δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι το πραξικόπημα εδραιώθηκε, το «Λέσβος» διατάχθηκε να πλεύσει και πάλι προς την Αμμόχωστο για να αποβιβάσει τους νέους στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ, μαζί με εφόδια, και να παραλάβει την προηγούμενη σειρά η οποία απολυόταν. Στις 19 Ιουλίου το απόγευμα, 12 ώρες πριν από την έναρξη της τουρκικής εισβολής, το Α/Γ «Λέσβος» έδενε κάβους στο λιμάνι της Αμμοχώστου.
Τα πυρομαχικά που μετέφερε έμειναν στα αμπάρια του, αφού κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος είχαν κατασχεθεί πολλά όπλα και πυρομαχικά τσέχικης προέλευσης από τις δυνάμεις των υποστηρικτών του αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Οση ώρα το «Λέσβος» βρισκόταν στο λιμάνι, παρακολουθούσε απέναντι, στο κάστρο της Αμμοχώστου, τους Τουρκοκυπρίους οι οποίοι είχαν οχυρωθεί οπλισμένοι. Ο πλωτάρχης Λ. Χανδρινός για κάθε ενδεχόμενο έδωσε οδηγίες να ανέβουν πυρομαχικά στο κατάστρωμα και να επανδρωθούν τα πυροβόλα, με τρόπο που να φαίνεται πως οι ναύτες έκαναν εργασίες συντήρησης, ώστε να μην υπάρξει πρόβλημα με την ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ, η οποία είχε τοποθετήσει δύο στρατιώτες στον καταπέλτη του πλοίου ελέγχοντας το υλικό και το προσωπικό που αποβιβαζόταν. Στη συνέχεια επιβιβάστηκαν 450 στρατιώτες και αξιωματικοί της ΕΛΔΥΚ και ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής στην Ελλάδα.
Σε πόλεμο
Το πρωί της 20ής Ιουλίου 1974, ενώ το πλοίο βρισκόταν 40 ναυτικά μίλια από την Πάφο, στο δυτικό άκρο της Κύπρου, και αφού είχε εκδηλωθεί η τουρκική εισβολή, ο πλωτάρχης Λ. Χανδρινός πήρε διαταγή να κινηθεί ανατολικά και να αποβιβάσει στη Λεμεσό τους ΕΛΔΥΚάριους. Τελικώς νέα διαταγή άλλαξε τον χώρο αποβίβασης και έτσι στις 2 το μεσημέρι το Α/Γ «Λέσβος» αγκυροβόλησε στην Πάφο και αποβίβασε με μικρά αποβατικά σκάφη τους στρατιώτες για να ενισχύσουν την άμυνα του νησιού, το οποίο από απόρθητο φρούριο είχε μετατραπεί σε ξέφραγο αμπέλι, αφού η χούντα είχε φυλακίσει πολλούς αξιωματικούς πιστούς στον Μακάριο και είχε αποσύρει τις δυνάμεις από τα βόρεια παράλια για να λάβουν μέρος στο πραξικόπημα στη Λευκωσία. Χαρακτηριστική είναι η αίσθηση που μεταφέρει ο πλωτάρχης Λ. Χανδρινός στην αναφορά του για τη στιγμή που αποφασίστηκε η αποβίβαση: «Επιθυμώ να αναφέρω ότι ως διεπίστωσα το ηθικόν του Ελληνος, η ψυχραιμία και η τόλμη αυτού ευρίσκεται εις υψηλόν βαθμόν. Δεν θα ήτο υπερβολή να γράψω ότι άπαντες οι επιβαίνοντες του πλοίου Αξ/κοί, Υπαξ/κοί και οπλίται εν ουδεμία περιπτώσει απώλεσαν το θάρρος των και την πίστιν προς τα ιδεώδη της φυλής. Ιδιαιτέρως εθαύμασα το θάρρος των επαναπατριζομένων οπλιτών του Στρατού Ξηράς, οίτινες καίτοι είχον συνειδητοποιήσει ότι επέστρεφον εις τας οικίας των, με έξαλλον ενθουσιασμόν και αλλαλαγμούς χαράς εδέχθησαν την, από του στόματός μου, πληροφορίαν περί της επανόδου των εις Κύπρον, προς ενίσχυσιν των μαχομένων συναδέλφων των εναντίον των εχθρών του γένους».
Ο πλωτάρχης Λ. Χανδρινός, γνωρίζοντας ότι η Ελλάδα δεν έχει εμπλακεί σε πόλεμο με την Τουρκία, και χωρίς να έχει σαφείς διαταγές από την Αθήνα, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα πυροβόλα του «Λέσβος» για να πλήξει στόχους στον τουρκοκυπριακό θύλακα της πόλης, όπου είχαν συγκεντρωθεί περίπου δύο τάγματα Τουρκοκυπρίων. Ως πυροβολητές χρησιμοποίησε στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ οι οποίοι γνώριζαν τη χρήση των πυροβόλων Bofors των 40 χιλιοστών. Ο βομβαρδισμός του θύλακα διήρκεσε περίπου δύο ώρες και ταυτόχρονα οι άνδρες της ΕΛΔΥΚ που αποβιβάστηκαν πραγματοποίησαν εκκαθαριστική επιχείρηση εξουδετερώνοντας πλήρως τις τουρκικές δυνάμεις οι οποίες παραδόθηκαν. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, αν και η Ελλάδα δεν βρισκόταν σε πόλεμο με την Τουρκία, το Πολεμικό Ναυτικό με το Α/Γ «Λέσβος» ήταν μέρος του ακήρυκτου πολέμου. Στο ημερολόγιό του ο Λ. Χανδρινός δικαιολογεί την απόφασή του να κανονιοβολήσει τον τουρκικό θύλακα ως μια λογική ενέργεια, αφού η αποβίβαση στρατιωτών από μόνη της μπορούσε να θεωρηθεί εμπλοκή στις επιχειρήσεις.
Ο Λ. Χανδρινός γράφει στο πολεμικό ημερολόγιο:«Επί του θέματος της εκτελέσεως βολής εναντίον των τουρκοκυπριακών θέσεων, πλέον των όσων αναφέρθησαν, έχω να προσθέσω ότι από την στιγμήν που διετάχθην όπως αναστρέψω διά Πάφον, εθεώρησα ότι το πλοίον συμμετείχεν, αδιακρίτως εάν έφερε Ελληνικήν Σημαίαν, ενεργώς εις οιονδήποτε είδος επιχειρήσεων, είτε αμυντικών, είτε επιθετικών, ελάμβανον χώραν επί της νήσου ή πέριξ αυτής».
Η μάχη της ΕΛΔΥΚ
Οι στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ που επρόκειτο να απολυθούν αντί να επιστρέψουν στην Ελλάδα παρέμειναν στην Κύπρο και από την Πάφο όπου αποβιβάστηκαν άρχισαν πεζοπορία μέσω του όρους Τρόοδος προς τη Λευκωσία για να ενισχύσουν τους νέους συναδέλφους τους, οι οποίοι μόλις είχαν φτάσει στο στρατόπεδο και δεν γνώριζαν καν πού βρίσκονται οι οπλαποθήκες. Επικεφαλής των 450 ΕΛΔΥΚαρίων τέθηκε ο αντισυνταγματάρχης Παναγιώτης Σταυρουλόπουλος, ο οποίος από τις διακοπές που έκανε στην Ελλάδα βρέθηκε ξαφνικά στην πρώτη γραμμή της μάχης χωρίς να ανήκει στην ΕΛΔΥΚ. Απλώς είχε κληθεί να συνοδέψει τους νέους στρατιώτες στην Κύπρο και να επιστρέψει στην Ελλάδα με τους παλιούς. Τελικά ο Π. Σταυρουλόπουλος ορίστηκε υποδιοικητής της ΕΛΔΥΚ και υπερασπίστηκε το στρατόπεδο της Δύναμης στη δεύτερη φάση της εισβολής τον Αύγουστο του 1974. Η ΕΛΔΥΚ, υπερασπιζόμενη το στρατόπεδό της, έχασε 80 στρατιώτες εκ των οποίων οι μισοί δεν μπορούσαν να αναγνωριστούν. Δεν έτυχαν καμιάς βοήθειας από την Ελλάδα και ουσιαστικά αφέθηκαν στη σφαγή χωρίς αντιαεροπορική κάλυψη απέναντι στις βόμβες ναπάλμ και στα τουρκικά άρματα. Οταν οι Τούρκοι μπήκαν στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, άρχισαν να αποκεφαλίζουν πτώματα νεκρών στρατιωτών τα οποία έβαλαν σε πασσάλους και φωτογραφίζονταν. Και γι’ αυτούς η Ιστορία έγραψε δυο-τρεις αράδες με ψιλά γράμματα.
Το Α/Γ «Λέσβος», ολοκληρώνοντας την επιχείρηση στην Πάφο, ξεκίνησε για την Ελλάδα. Ο πλωτάρχης Λ. Χανδρινός γνώριζε πολύ καλά ότι πλέον αποτελούσε στόχο της τουρκικής αεροπορίας, την οποία δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει ένα πλοίο με πενιχρό αντιαεροπορικό οπλισμό και με πολύ μικρή ταχύτητα πλεύσης. Για τον λόγο αυτό, αντί να κινηθεί δυτικά προς την Κρήτη, επέλεξε να πλεύσει νότια προς τις ακτές της Αιγύπτου. Το «Λέσβος» τηρούσε σιγή ασυρμάτου ώστε να μην εντοπιστεί. Χρησιμοποίησε τον ασύρματο για να αναφέρει μόνο τον θάνατο ενός πολιτικού υπαλλήλου, (οδηγός οχήματος) από καρδιακή προσβολή. Οταν βρισκόταν πλέον σε απόσταση ασφαλείας από την Κύπρο, πήγε στην Κρήτη και από εκεί στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας. Η σύζυγος του Λ. Χανδρινού, μιλώντας το 1997 στο ΡΙΚ, είχε αναφέρει ότι ουσιαστικά ένιωσε πως ο άντρας της αναστήθηκε αφού τον είχαν για νεκρό. Η ίδια δυσκολεύτηκε να τον αναγνωρίσει καθώς όλες αυτές τις μέρες είχε μείνει αξύριστος και απεριποίητος, εκτελώντας ουσιαστικά έναν ναυτικό άθλο, τον οποίο η Ιστορία πέταξε στα αζήτητα.
Η τουρκική γκάφα
Η παρουσία του Α/Γ «Λέσβος» στην Πάφο δημιούργησε σύγχυση στις τουρκικές δυνάμεις, οι οποίες θεώρησαν ότι η Ελλάδα είχε στείλει νηοπομπή και αποβίβαζε υλικό και στρατεύματα. Οι τουρκικές υπηρεσίες συλλογής πληροφοριών αποδείχθηκαν στην καλύτερη περίπτωση ανεπαρκείς και ενημέρωσαν το Γενικό Επιτελείο στην Αγκυρα για την ανύπαρκτη «ελληνική νηοπομπή». Η Αγκυρα έδωσε διαταγές σε αντιτορπιλικά που βομβάρδιζαν τις ακτές της Κερύνειας να κινηθούν δυτικά ώστε να βυθίσουν τα ελληνικά πλοία. Τις ίδιες διαταγές πήραν και αεροσκάφη της τουρκικής αεροπορίας.Επειδή όμως ελληνικά πλοία δεν υπήρχαν, τα αεροσκάφη εξέλαβαν τα τουρκικά αντιτορπιλικά ως εχθρικά και άνοιξαν πυρ εναντίον τους. Παράλληλα και τα τουρκικά πλοία άρχισαν πυρ κατά των αεροσκαφών με αποτέλεσμα από τη «φιλική» αεροναυμαχία να καταρριφθούν τέσσερα τουρκικά αεροσκάφη και να βυθιστεί το τουρκικό αντιτορπιλικό «Kocatepe» (D354), παίρνοντας στον βυθό τον κυβερνήτη αντιπλοίαρχο Giuven Erkayia, 13 αξιωματικούς και 64 ναύτες. Σοβαρές ζημιές από τα τουρκικά αεροσκάφη υπέστησαν ακόμα δύο τουρκικά αντιτορπιλικά.
Τα τουρκικά πλοία είχαν αναρτήσει τουρκικές σημαίες αλλά οι πιλότοι της τουρκικής αεροπορίας θεώρησαν ότι ήταν κόλπο των «γκιαούρηδων» και συνέχισαν το σφυροκόπημα. Παράλληλα ένας Τούρκος πιλότος του οποίου το αεροπλάνο είχε καταρριφθεί από Ελληνοκυπρίους προσπάθησε να ενημερώσει τους συναδέλφους του ότι τα πλοία που χτυπούν είναι τουρκικά. Αυτοί του ζήτησαν το σύνθημα της ημέρας, το οποίο όμως δεν γνώριζε αφού είχε καταρριφθεί την προηγούμενη ημέρα. Οι Τούρκοι πιλότοι θεώρησαν ότι ήταν Ελληνας και τον κορόιδευαν λέγοντας πως μιλάει καλά τούρκικα! Είναι αξιοσημείωτο ότι και οι ελληνικές δυνάμεις στην Πάφο δεν ήξεραν αν τα τουρκικά πλοία ήταν όντως τουρκικά. O Σημαιοφόρος Παλαίστρος της Εθνικής Φρουράς μετέδιδε στο Γενικό Επιτελείο στη Λευκωσία: «Συμφορά! Kόλαση! Tα τουρκικά αεροπλάνα χτυπούν τα αντιτορπιλικά μας». Το Γενικό Επιτελείο, γνωρίζοντας ότι δεν υπήρχαν ελληνικά αντιτορπιλικά, απαντούσε διά του πλωτάρχη Παπαργύρη, γνωρίζοντας ότι οι Τούρκοι υποκλέπτουν τις συνομιλίες: «Ασ’ τα να τα χτυπάνε».
Οι Τούρκοι, προτού αντιληφθούν την γκάφα, έσπευσαν να πανηγυρίσουν εκδίδοντας μάλιστα και ανακοίνωση του Γενικού Επιτελείου τους στην οποία αναφερόταν: «Παρ’ όλες τις φιλικές προειδοποιήσεις, οι οποίες συνεχώς εκδίδονταν μέχρι σήμερα το απόγευμα, μια μεγάλη ελληνική αποβατική νηοπομπή, συνοδευόμενη από ελληνικά πολεμικά αεροσκάφη, κατόρθωσε να διεισδύσει στην περιοχή η οποία είχε κηρυχθεί «απαγορευμένη» από της εσπέρας της 20ής Ιουλίου, και να καταπλεύσει στις 16.00, στα ανοιχτά της Πάφου. Η νηοπομπή απήντησε με πυκνά πυρά στις προειδοποιήσεις της αεροπορίας μας και του ναυτικού μας και άρχισε να αποβιβάζει στρατεύματα στην Πάφο. Η αποβίβασις απετράπη μετά από επιθέσεις της τουρκικής αεροπορίας στον λιμένα της Πάφου. Οι επιθέσεις της αεροπορίας μας προξένησαν βαριές απώλειες στα πολεμικά και τα αποβατικά πλοία της νηοπομπής».
Οι χαμένες αναφορές
Ο πλωτάρχης Λ. Χανδρινός επέστρεψε στην υπηρεσία του και συνέχισε την καριέρα του στο Πολεμικό Ναυτικό. Κάθε φορά που κρινόταν για προαγωγή διαπίστωνε ότι από τον προσωπικό του φάκελο εξαφανίζονταν έγγραφα που είχαν να κάνουν με τη δράση του «Λέσβος» στην Κύπρο. Είναι αξιοσημείωτο ότι στις προσωπικές συνεντεύξεις από ανωτέρους του τον ρωτούσαν αν είχε να τους πει κάτι αξιοσημείωτο, γιατί κάτι είχαν ακούσει για την Κύπρο. Σεμνός ο ίδιος, αναγκαζόταν κάθε φορά να μαζεύει φωτοτυπίες και να τις στέλνει στα Συμβούλια Κρίσεων για να αποδείξει ότι πολέμησε στην Κύπρο.
Η σύζυγος του Λ. Χανδρινού, Αμαλία, μιλώντας στο ΡΙΚ το 1997, άφησε πολλά υπονοούμενα σε σχέση με την επιλογή του άντρα της ως ναυτικού ακολούθου στη πρεσβεία της Ελλάδας στην Αγκυρα το 1984. Οταν όλοι γνώριζαν πως οι Τούρκοι ήξεραν πολύ καλά τη δράση του, κάποιοι επέλεξαν να τον στείλουν στο στόμα του λύκου. Αδιαμαρτύρητα ο Λ. Χανδρινός υπηρέτησε στην τουρκική πρωτεύουσα καταφέρνοντας να δημιουργήσει σχέσεις και επαφές με Τούρκους αξιωματικούς οι οποίοι, κατά τη σύζυγό του, ήξεραν πολύ καλά το παιχνίδι της διπλωματίας.
Το παράξενο ατύχημα
Ο Λ. Χανδρινός τον Μάιο του 1986, επιστρέφοντας με το αυτοκίνητό του στην Αγκυρα από την Αθήνα, τραυματίστηκε κρίσιμα σε ένα ατύχημα το οποίο η σύζυγός του, Αμαλία, χαρακτηρίζει «περίεργο». Είχε κάνει την ίδια διαδρομή πολλές φορές οδηγώντας συνεχώς επί 18 ώρες σταματώντας μόνο για καύσιμα. Τον Μάιο όμως του 1986, λίγο έξω από την Κομοτηνή, το αυτοκίνητο βγήκε από τον δρόμο και ο Λ. Χανδρινός ήρθε αντιμέτωπος με τον θάνατο. Για 20 μέρες, νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο, είχε παραισθήσεις και νόμιζε πως ήταν αιχμάλωτος των Τούρκων. Εμεινε παράλυτος και η «σοφή» ελληνική πολιτεία τον αντάμειψε με μια αποστρατεία με τον βαθμό του πλοιάρχου όταν σχεδόν όλοι οι απόφοιτοι της Σχολής Δοκίμων, χωρίς καν να έχουν πολεμική δράση, αποστρατεύονται τουλάχιστον ως αρχιπλοίαρχοι. Τα επόμενα χρόνια ο Λ. Χανδρινός κλείστηκε στον εαυτό του και στις αναμνήσεις του, χωρίς ποτέ να εκφράσει πικρία για τη μεταχείριση της οποίας έτυχε. Πέθανε τον Ιούλιο του 1994.