Στὶς 14 Ἰουνίου, κι ἐν ᾦ ἀκόμη ἀνέμενον οἱ Κρῆτες ὁδηγίες, καθῶς κι ἀρχηγό, ἀπὸ τὴν Ὕδρα καὶ τὶς Σπέτσες, διεξήχθῃ ἡ πρώτη μάχη, στὸ χωριὸ Λούλου, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ὁποίας οἱ Γενίτσαροι τοῦ Ταμπουρατζῆ, ἐπετέθησαν σὲ σῶμα Κρητῶν, ὑπὸ τὸν Παπαδογιωργάκη.
Στὴν μάχη ἐκείνη οἱ Κρῆτες κατάφεραν νὰ τρέψουν εἰς φυγὴν τοὺς Γενιτσάρους, ἀλλὰ ὥς ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἥττης τους οἱ Γενίτσαροι ἐπέπεσαν μὲ ἀπίστευτο μένος κατὰ τῶν ἀμάχων τῶν Χανίων, τοῦ Ἡρακλείου καὶ τῆς Ῥεθύμνης κι ἔσφαζαν ἀδιακρίτως.
Ἡ μάχη τοῦ Λούλου ἐστάθῃ μόνον ἡ ἀφορμὴ γιὰ νὰ ξεκινήσουν οἱ ἐπιθέσεις κατὰ τῶν Ἑλλήνων, διότι ἤδη ἀπὸ τὰ μέσα Ἀπριλίου, ὅταν ὁ σουλτάνος ἐξέδοσε τὸν φετφᾶ, μὲ τὸν ὁποῖον διέταζε ὁλοκληρωτικὴ σφαγὴ τῶν Ἑλλήνων, οἱ Τουρκοκρητικοί, οἱ Γενίτσαροι καθῶς ἐπίσης καὶ ὅλοι οἱ ὀθωμανοὶ, τῆς Κρήτης εἶχαν ἐξοπλιστῇ ἤδη βαρύτατα κι ἀνέμενον τὸ σύνθημα γιὰ νὰ ἀνοίξουν τὴν στρόφιγγα τοῦ αἵματος.
Συνεπῶς ἡ μάχη τοῦ Λούλου ἐστάθῃ μόνον ἀφορμὴ γιὰ ἔνα προϋπάρχον αἴτιον.
Οἱ σφαγὲς δὲν περιορίσθησαν στὰ ἐπιφανῆ πρόσωπα καὶ στοὺς κληρικούς.
Ὅποιος Ἕλλην κυκλοφοροῦσε στοὺς δρόμους ἐφονεύετο, κατόπιν φρικτῶν βασανιστηρίων.
Γιὰ πρώτη φορὰ ὅμως δὲν παρέμειναν μόνον στοὺς διαβάτες τῶν δρόμων ἀλλὰ εἰσήρχοντο πλέον στὶς οἰκίες τῶν Ἑλλήνων κι ἐπεδίδοντο στὴν σφαγή, στὴν λεηλασία καὶ στὴν αἰχμαλωσία τῶν ἐνοίκων τους. Οἱ περιγραφὲς τῶν βασανιστηρίων, ποὺ διεσώθησαν, ἀναφέρουν μόνον τμῆμα τῆς φρίκης ποὺ ἐβίωσε ὁ λαός.
Μερικὰ ἀπὸ τὰ ὅσα συνέβησαν τότε, μᾶς μεταφέρει ὁ Διονύσιος Κόκκινος:
Στὴν οἰκογένεια Λευθεραίων, τῶν Χανίων, τὰ δύο ἀγόρια κατεσφάγησαν, ἐμπρὸς στὰ μάτια τῆς μητρός τους, τὰ ὁποῖα εἶχαν ἁρπάξῃ πρὸ ὁλίγου ἀπὸ τὰ χέρια της.
Ἀπὸ τὸ διοικητήριον ἀπήγαγαν τὸν διερμηνέα τοῦ πασσᾶ Ἀποστολάκη καὶ τὸν κατέσφαξαν, μαζὺ μὲ τὸν ἐπιφανῆ Χανιώτη Σταυρουλάκη Σομαῤῥίπα, σύροντας τὰ πτώματά τους στοὺς δρόμους.
Ἀνυποδήτους συνέλαβαν κι ἔσυραν στὴν φυλακή, τὸν ἐπίσκοπο Κυδωνίας κι Ἀποκορώνου Καλλίνικον Σαρπάκη καὶ τὸν διάκον του Ἀρτέμιον.
Ἐφυλάκισαν κι ἐβασάνισαν ἐπίσης τοὺς ἡγουμένους τῶν μονῶν Γωνιᾶς καὶ Γουβερνέτου, καθῶς ἐπίσης κι ἄλλους πολλοὺς κληρικοὺς καὶ λαϊκούς.
Εἰς τὸ Ἀκρωτήρι ἐσφάγησαν ἑπτὰ μοναχοί.
Μέσα σὲ μίαν μόνον ἡμέρα ὑπελογίσθησαν τοὐλάχιστον τριακόσιοι σφαγιασθέντες ἐντὸς τῆς πόλεως τῶν Χανίων, ὅπου ὅμως οἱ Ἕλληνες ἦσαν ἐλάχιστοι. Ἐὰν συνυπολογίσουμε τοὺς σφαγιασθέντες ἐκτὸς πόλεως, ποὺ ἐδολοφονήθησαν τὶς προηγούμενες ἡμέρες, καθῶς ἐπίσης καὶ αὐτοὺς ποὺ ἐσφάγησαν τὶς ἐπόμενες ἡμέρες, οἱ νεκροὶ μόνον τῶν Χανίων ξεπερνοῦν τὶς δύο χιλιάδες.
Τὶς ἐπόμενες ἡμέρες οἱ σφαγὲς ἐξηκολούθησαν δίχως ὅρια σὲ ὅλην τὴν ἐπαρχία. Τὸ μόνον ποὺ τελικῶς περιόρισε τὶς δράσεις τῶν Γενιτσάρων ἦταν ἡ παρουσία τοῦ Μαλικούτση καὶ τοῦ Ἰωάννου Χάλη.
Ὁ Μαλικούτσης, ἀπὸ τὸν Ἀλίκαμπον τῆς ἐπαρχίας Ἀποκορώνου, ὑπάλληλος τούρκου στὴν Γαρίπα τῶν Περιβολίων, μυημένος στὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία, ἀπὸ τὸν Βασίλειον Χάλη, ἐπὶ κεφαλῆς δώδεκα συντρόφων του περιέτρεχε τὰ προάστια τῶν Χανίων κι ἐκτυποῦσε τοὺς γενιτσάρους, ὅπου τοὺς εὕρισκε.
Ὁ Χάλης ταὐτοχρόνως εἶχε κατορθώσῃ νὰ σταματήσῃ τὸ ἐκ τῶν Περιβολίων προερχόμενον ὕδωρ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐνεδρεύῃ στὸ ὑδραγωγεῖον καὶ νὰ φονεύῃ τοὺς ἀφικνουμένους πρὸς ὕδρευσιν.
Ἀναλόγους ἐνέδρες ἔστησε ὁ Μαλικούτσης στοὺς θάμνους τοῦ Κλαδισσοῦ καὶ ἐπετίθετο ἐναντίον ἐκείνων ποὺ πλησίαζαν τὸ ὑδραγωγεῖον.
Μὲ τὴν παρουσία αὐτῶν τῶν δύο ἀνδρῶν κάπως ἐπεριορίσθῃ ἡ δράσις τῶν γενιτσάρων.
Τὰ ἴδια συνέβησαν καὶ στὸ Ῥέθυμνο.
Μεταξὺ τῶν φονευθέντων ἦσαν ὁ Χ. Καλλέργης καὶ ὁ Ἰωάννης Δεληγιώργης. Πλήθη γυναικοπαίδων ᾐχμαλωτίσθησαν. Ὁ ἐπίσκοπος Ῥεθύμνης Γεράσιμος Περδικάρης, ἱερεῖς, ἡγούμενοι καὶ μοναχοί, καθῶς καὶ πολλοὶ ἐπιφανεῖς Ῥεθυμνιῶται, κατεσφάγησαν. Μεταξὺ τῶν αἰχμαλώτων τρία πανέμορφα κορίτσια, τὰ ὁποῖα διεκδικοῦσαν δύο ἀγάδες. Ἐπεὶ δὴ οἱ ἀγάδες ἔπεσαν νεκροί, στὴν μεταξύ τους διένεξι, οἱ γενίτσαροι κομμάτιασαν τὰ ἄτυχα αὐτὰ πλάσματα. Οἱ νεκροὶ τῆς περιφερείας τῆς Ῥεθύμνης ὑπολογίζονται σὲ πεντακοσίους.
Φιλονόη
Πληροφορίες ἀπὸ τὴν «Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις», Διονύσιος Κόκκινος.
φωτογραφία