Ο Κρητικός που τόλμησε να τα βάλει με τον Ροκφέλερ
Ο Ηλίας Σπαντιδάκης γεννήθηκε στη Λούτρα Ρεθύμνου το 1886 και ο πατέρας του ονομαζόταν Αναστάσιος. Το 1906 σε ηλικία 20 ετών μετανάστευσε στις ΗΠΑ, μαζί με άλλους Λουτριανούς (Βιτζιγκουνάκης, Περακάκης Εμμ.) για μια καλύτερη ζωή. Ποτέ όμως δε γύρισε στον τόπο του.
Στην Αμερική άλλαξε το όνομά του σε Λούης Τίκας και με αυτό το όνομα γράφτηκε στην ιστορία των συνδικαλιστικών αγώνων.
Ο Λούης ζούσε στο Ντένβερ όπου εργαζόταν στα χαλυβουργεία, για 12 ώρες την ημέρα έναντι 1,75 δολαρίων, που λάμβανε ως σπαντιδάκης ήρωας αγώνες εργάτες τίκας
ημερομίσθιο. Το 1910 ορκίστηκε Αμερικανός πολίτης και άνοιξε καφενείο στην οδό Μάρκετ του Ντένβερ, μια εργατική γειτονιά που έγινε η τοπική Greektown. Την εποχή εκείνη στο Ντένβερ ζούσαν 240 Έλληνες.
Απέναντι από το καφενείο βρίσκονταν τα γραφεία της τοπικής οργάνωσης των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (Wobblies). Έτσι άρχισαν όλα… Ο Τίκας, είτε έγινε από την αρχή μέλος των Wobblies είτε όχι, ήταν αποφασισμένος να αφομοιωθεί στην καινούρια χώρα.
Αρχικά, προσπάθησε να μπει στο αστυνομικό σώμα αλλά απερρίφθη εξαιτίας της εμπλοκής του με τους Wobblies. Υπάρχουν πληροφορίες ότι ήταν επικεφαλής ενός συνδικάτου λούστρων που το 1910 έκαναν απεργία ζητώντας αύξηση 100% (από πέντε σε δέκα σεντς!). Άλλοι λένε πως δούλευε για μια ασφαλιστική εταιρία.
Το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Ηλίας Αναστασίου Σπαντιδάκης (Louis Tikas). Στο ισόγειο της διόροφης κατοικίας λειτουργούσε μέχρι το 1965 παραδοσιακό ελαιοτριβείο, που διασώζεται ατόφιο και σε άριστη κατάσταση και σήμερα, ως ιστορικό πολιτιστικό μνημείο.
Έτσι κι αλλιώς, ο Λούης Τίκας αναδείχτηκε σε ηγετική μορφή ανάμεσα στους συμπατριώτες του: μιλούσε καλύτερα αγγλικά απ’ οποιονδήποτε άλλον, και έστελνε τα εμβάσματα στην Ελλάδα για λογαριασμό των συμπατριωτών του που δεν ήξεραν πώς να φερθούν στο ταχυδρομείο και στην τράπεζα.
Εργασιακός Μεσαίωνας για τους Έλληνες εργάτες
Την εποχή που ο Λούης Τίκας έφτασε στο Ντένβερ, το μεγάλο αφεντικό ήταν ο Λεωνίδας Σκλήρης, από τη Σπάρτη, ο οποίος έλεγχε τους Έλληνες εργάτες όχι μόνο στο Κολοράντο αλλά στη Γιούτα και τη Νεβάδα. Τους έβρισκε δουλειά στα ορυχεία με συνθήκες μεσαιωνικές και αμοιβές … μηδαμινές.
Οι «Έλληνες του Σκλήρη» εργάζονταν για $1,75 την ημέρα ενώ οι Γερμανοί και οι Ουαλοί έπαιρναν $2,50. Η κατάσταση στα ορυχεία ήταν όντως μεσαιωνική. Από το 1910 ως το 1913, 618 ανθρακωρύχοι είχαν χάσει τη ζωή τους σε εργατικά ατυχήματα.
Τα ημερομίσθια ήταν τόσο χαμηλά ώστε πολλές οικογένειες ικανοποιούνταν με τις «αποζημιώσεις θανάτου» που έφταναν τα εφτακόσια δολάρια (χώρια το φέρετρο των είκοσι δολαρίων). Ανάμεσά τους δούλευαν 350 περίπου Έλληνες.
Η δουλειά τους ήταν πολύ σκληρή, με αποτέλεσμα σε δυο χρόνια να υπάρχουν 13 θάνατοι Ελλήνων και πολλοί τραυματισμοί. Επίσης, ήταν κακοπληρωμένη και γινόταν μεγάλη εκμετάλλευση από τις εταιρίες σε βάρος των εργατών. Σπίτια και καταστήματα ανήκαν στην εταιρία των ορυχείων, η οποία κοστολογούσε τη χρήση και τα ψώνια 25 % ακριβότερα από την ελεύθερη αγορά.
Επιλογή άλλη δεν υπήρχε, αφού οι εργάτες ήταν υποχρεωμένοι να κατοικούν και να ψωνίζουν από την εταιρία, η οποία τους πλήρωνε σε κουπόνια ανταλλάξιμα μόνο στα ταμεία των δικών της καταστημάτων.
Το 1912, ο Λούης Τίκας εγκατέλειψε το καφενείο. Το Νοέμβριο του 1912 βρισκόταν στα ορυχεία του Φρέντερικ στο Κολοράντο, που ήταν σκλαβοπάζαρα. Στις 19 Νοεμβρίου ήταν επικεφαλής των 63 Ελλήνων που κατέβηκαν σε απεργία. Τότε αναδείχτηκε η ηγετική κορφή του συνδικαλιστή Τίκα, με αποτέλεσμα να κερδίσει την εμπιστοσύνη των συμπατριωτών του, που αναζητούσαν τρόπους να απαλλαγούν από εργατοπατέρες τύπου «Σκλήρη».
Στη διάρκεια αυτής της απεργίας συνέβησαν πολλά: όργιο εγκάθετων, προβοκάτσιες (μπήκε φωτιά στο κτίριο δίπλα στο πηγάδι του ορυχείου), συλλήψεις και φυλακίσεις. Ο Λούης Τίκας δεν ανεχόταν την εκμετάλλευση και την αδικία.
Ήρθε σε επαφή με την «Ένωση Ανθρακωρύχων Αμερικής» (United Mine Workers of America), άρχισε να περιοδεύει στις ανθρακοφόρες περιοχές του Ντένβερ και του Πουέμπλο και να συγκεντρώνει στατιστικά στοιχεία για ατυχήματα και τραυματισμούς την περίοδο 1912-13. Επίσης, για την πολιτική των εταιρειών και τη συμπεριφορά των υπευθύνων. Ενημερώνει πως αν οι συνθήκες δεν αλλάξουν θα ξεκινήσει «βιομηχανικός πόλεμος», όπως τον ονομάζει.
Ο Τίκας σύντομα αποκτά την εμπιστοσύνη των εργαζομένων και εξελίσσεται σε ηγετική μορφή. Ο “Λούης ο Έλληνας” (Louis the Greek) ή ο “Λίο ο Κρητικός” (Leo the Cretan), όπως τον αποκαλούσαν έγινε θρύλος. Όμως, οι εταιρίες που ανήκαν κυρίως στον Τζον Ροκφέλερ δεν υποχωρούν. Τουναντίον καιροφυλακτούν να τον πλήξουν.
Η αιματηρή απεργία του Λάντλοου
Τελικά στις 23 Σεπτεμβρίου 1913 ξεκινά η μεγάλη απεργία στην πόλη Λάντλοου, όπου υπήρχαν 13000 ανθρακωρύχοι. Τα κυριότερα αιτήματα των απεργών του Λάντλοου ήταν τα παρακάτω:
– Να ψωνίζουν από όποιο κατάστημα προτιμούσαν οι ίδιοι
– Να πηγαίνουν σε όποιον γιατρό επιθυμούσαν και όχι στους γιατρούς της εταιρίας
– Να αναγνωριστεί το συνδικάτο τους
– Να καθιερωθεί η οκτάωρη εργασία
– Να εφαρμοστούν αυστηρά οι νόμοι της Πολιτείας του Κολοράντο όσον αφορά την ασφάλεια των ορυχείων, να καταργηθεί το script, όπως και το σύστημα φρουρών της εταιρείας που έκανε τους εργατικούς καταυλισμούς να μη διαφέρουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Επικεφαλής της απεργίας ήταν ο Τζον Λόζον και ο Λούης Τίκας, που είχε μια ομάδα στήριξης από Κρητικούς, μερικοί από τους οποίους είχαν πάρει μέρος στις απεργίες του Μπίνγκαμ στη Γιούτα.
Στις αρχές της απεργίας, η εταιρεία για να την καταπνίξει προέβη σε έξωση των απεργών από τα οικήματα στα οποία τους στέγαζε και προσέλαβε απεργοσπάστες. Οι απεργοί δεν πτοήθηκαν. Έστησαν σκηνές στην περιοχή σε στρατηγικό σημείο, ώστε να εμποδίζουν τους απεργοσπάστες να μπουν στα ορυχεία. Τον Οκτώβριο, ο καταυλισμός των απεργών λειτουργούσε σαν πόλη: πεντακόσιοι άνδρες, τριακόσιες πενήντα γυναίκες, τετρακόσια πενήντα παιδιά, ελληνικός φούρνος, ελληνικό καφενείο.
Η εταιρεία ζήτησε την παρέμβαση της εθνοφρουράς και ο κυβερνήτης του Κολοράντο συμφώνησε. Οι συγκρούσεις ήταν βιαιότατες. Τότε η οικογένεια Ροκφέλερ υπέβαλε το αίτημα να ντυθούν με στολές της εθνοφρουράς δικά της, έμπιστα πρόσωπα, αποφασισμένα αν χρειαστεί να ρίξουν στο ψαχνό. Ο κυβερνήτης το αποδέχθηκε και αυτό. Αλλά οι απεργοί δεν υποχώρησαν – ακόμη και όταν οι Ροκφέλερ έστειλαν ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο το οποίο έφερε πολυβόλο και οι εθνοφρουροί το αποκαλούσαν Death Special.
Ήταν φανερό ότι στις 20 Απριλίου 1914η εθνοφρουρά θα εισέβαλε και θα εκκένωνε τον καταυλισμό των απεργών. Ήταν Δευτέρα του Πάσχα και οι περισσότεροι κοιμούνταν αφού την προηγούμενη γιόρταζαν το ελληνικό Πάσχα. Οι πιστολάδες της εταιρίας απαίτησαν από τον Λούη Τίκα να τους παραδώσει δύο Ιταλούς συνδικαλιστές. Ο Τίκας ζήτησε ένταλμα σύλληψης αλλά τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε και ο Τίκας αρνήθηκε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση.
Λίγο αργότερα έπεσε η πρώτη βολή: μερικοί από τους απεργούς ήταν οπλισμένοι. Το Κολοράντο αποτελούσε μέρος της Άγριας Δύσης. Ακολούθησε μάχη χαρακωμάτων ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά έτρεξαν να σωθούν στους γύρω λόφους. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Μαίρη Χάρρις, γνωστής και ως Mother Jones, πάνω από σαράντα άτομα σκοτώθηκαν από σφαίρες και από ασφυξία, ενώ ένα αγοράκι δέχτηκε μια σφαίρα στο κεφάλι καθώς προσπαθούσε να σώσει το γατάκι του.
Σύμφωνα με την Mother Jones οι πιστολάδες είχαν καταναλώσει πολύ ουίσκι από το κοντινό σαλούν και βρίσκονταν σε έξαλλη κατάσταση. Τα επεισόδιο, που αποτελεί μαύρη σελίδα στην ιστορία των ΗΠΑ, ονομάστηκε «σφαγή του Λάντλοου».
Ο θάνατος του Τίκα
Ο Τίκας με απαράμιλλο θάρρος, ζήτησε να δει τον επικεφαλής της εθνοφρουράς, λοχαγό Καρλ Λίντερφελντ κρατώντας λευκή σημαία. Οι δυο τους συναντήθηκαν στο λόφο και μίλησαν για λίγο.
Έπειτα οι αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι ο αξιωματούχος χτύπησε με πρωτοφανή αγριότητα τον Τίκα στο κεφάλι με την καραμπίνα του. Η καραμπίνα έσπασε στα δύο όπως και το κρανίο του Τίκα.
Οι εθνοφρουροί βάλθηκαν να πυροβολούν το άψυχο σώμα. Ευθύς αμέσως εισέβαλαν στον καταυλισμό, ρίχνοντας αδιακρίτως εναντίον οτιδήποτε κουνιόταν. Έδιωξαν τους απεργούς, σκότωσαν 18 άτομα, 10 εκ των οποίων ήταν παιδιά από τριών μηνών ως 11 ετών, και έκαψαν τις σκηνές τους. Όταν οι απεργοί ξαναμπήκαν μερικές ημέρες αργότερα στον καταυλισμό βρήκαν το πτώμα του Τίκα. Η κηδεία του έγινε στις 27 Απριλίου και τη νεκρώσιμη πομπή ακολούθησαν χιλιάδες εργάτες…
Το χρονικό της απεργίας… σε τραγούδι
Το χρονικό της απεργίας δεν γράφτηκε ποτέ. Είχε σχεδόν ξεχαστεί, ώσπου το 1944ο τραγουδιστής Γούντι Γκάθρι έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο «The Ludlow Massacre». Το τραγούδι ακουγόταν συχνά στις διαδηλώσεις της δεκαετίας του ’60. Ο ποιητής Ντέιβιντ Μέισον έγραψε ένα ποιητικό μυθιστόρημα 4.800 στίχων με τίτλο: “Ποιος ήταν ο Λούης Τίκας”, όπου περιγράφεται η ζωή του Έλληνα πρωταγωνιστή του αμερικανικού εργατικού κινήματος. Τη ζωή του Τίκα επανέφερε στο προσκήνιο ο ελληνοαμερικανός συγγραφέας Ζήσης Παπανικόλας το 1991 γράφοντας τη βιογραφία του σε ένα βιβλίο.
Επίσης, το 2001 ο Αμερικανός τραγουδοποιός Φρανκ Μάνινγκ, στηριγμένος στις αναμνήσεις του παππού του που συμμετείχε στην απεργία του Λάντλοου, έγραψε το τραγούδι «Λούης Τίκας», που βραβεύτηκε στο διαγωνισμό «Γούντι Γκάθρι». Το τραγούδησε στις ετήσιες εκδηλώσεις που διοργανώνονται στο Λάντλοου από την Ένωση Ανθρακωρύχων και το 2007 το τραγούδησε και στην Ελλάδα.
Σήμερα το Λάντλοου είναι μια πόλη-φάντασμα. Στον χώρο της σφαγής, στην περιοχή Τρίνινταντ, έχει στηθεί μεγαλόπρεπες μνημείο από γρανίτη στη μνήμη των θυμάτων. Εκεί υπάρχει και ο τάφος του γενναίου Λούη Τίκα. Στο Ρέθυμνο, τόπο καταγωγής του, προς τιμήν του, υπάρχει οδός Ηλία Σπαντιδάκη.
Ο συντοπίτης του Σπαντιδάκη, Μανώλης Περακάκης επέστρεψε στην Κρήτη, έμελε όμως, στις 3 Ιουνίου 1941, να στηθεί στη γραμμή μπροστά από το εκτελεστικό απόσπασμα μαζί με άλλους 10 Λουτριανούς. Σαν από θαύμα σώθηκε. Σώθηκε ακόμη και από τη χαριστική βολή αφού τη σφαίρα «πήρε» το κρητικό μαντήλι που φορούσε, ενώ οι ριπές της ομαδικής εκτέλεσης δεν τον πέτυχαν.
Έζησε στη Λούτρα μέχρι τα βαθιά του γεράματα, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70!
ethnos.gr