Ο ΦΟΒΟΣ ΤΡΩΕΙ ΤΑ ΣΩΘΙΚΑ. Κι αυτό ισχύει για όλους μας, κι εδώ και στην Ευρώπη γενικώς, που, όπως διαβάζουμε για πολλοστή φορά τους τελευταίους είκοσι μήνες (και μια αιωνιότητα), «βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο της πανδημίας».
Ο φόβος τρώει κι εκείνους που θέλουν να ρίξουν στον Καιάδα τους ανεμβολίαστους, τρώει και πολλούς από τους δεύτερους που προτιμούν να ζουν με τον κίνδυνο και τον φόβο και τον αποκλεισμό από το να παρεκκλίνουν από ιδεολογικές δεισιδαιμονίες και φυσιολατρικά δόγματα, τρώει και την πλατιά (εμβολιασμένη) μάζα που πάνω που πάει να συνηθίσει μια λειψή έστω κανονικότητα και να πιστέψει πως λίγη υπομονή ακόμα θέλει μέχρι να γίνει ενδημική η αρρώστια και μετά θα ξεχάσουμε όλη αυτή την παράνοια, οι δείκτες χτυπάνε και πάλι κόκκινο, τα μέτρα μοιάζουν ημίμετρα, η υποχώρηση αναπόφευκτη, το lockdown προ των πυλών.
«Ως το τέλος του φετινού χειμώνα, οι Γερμανοί θα είναι εμβολιασμένοι, αναρρώσαντες ή νεκροί» είπε χθες σε δραματικούς τόνους, ως σκληρός και μοιραίος αφηγητής νουάρ λογοτεχνίας, ο υπουργός Υγείας της Γερμανίας Γενς Σπαν. Αφού δεν ανήγγειλε απειλητικά «Winter is coming», ντυμένος με προβιά σαν τον Νεντ Σταρκ από το Game of Thrones, πάλι καλά.
Δεν υπάρχει περίπτωση όμως να τους δω ξαφνικά σα να πρόκειται για διαφορετικά πρόσωπα από εκείνα που συμπαθούσα πριν συμβεί «όλο αυτό» και τα δυσοίωνα και διαβρωτικά παρελκόμενά του, ούτε βέβαια και ως κοινωνιοπαθείς ή ακόμα και εγκληματικές προσωπικότητες, όπως χαρακτηρίζουν, σα να είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, πολλοί, πάρα πολλοί σχολιαστές (έγκριτοι διαμορφωτές κοινής γνώμης αρκετοί εξ αυτών) τους μη εμβολιασμένους.
Συγχρόνως, κυκλοφορεί όλο και πιο ευρέως και με λιγότερες ηθικές
αναστολές στη Γερμανία, αλλά και εδώ και αλλού, η ιδέα περί επέκτασης
της «υποχρεωτικότητας» μέχρις εσχάτων.
Η συντριπτική πλειοψηφία των γνωριμιών μου έχει εμβολιαστεί (άλλοι εκ
πεποιθήσεως και άλλοι επειδή η διαδικασία ήταν πραγματικά απλή και
βολική και επειδή αυτή ήταν μια από τις μοναδικές και πολύτιμες
εμπειρίες εξυπηρέτησης και φροντίδας που τους χάρισε ποτέ η συναλλαγή με
το κράτος), γνωρίζω όμως και ανθρώπους που δεν έχουν εμβολιαστεί για
μια ποικιλία από λόγους, εν μέρει ή διόλου κατανοητούς – ιατρικούς,
«ομοιοπαθητικούς», ψυχολογικούς και, ναι, πολιτικούς, εντός ή εκτός
εισαγωγικών.
Δεν συμμερίζομαι γενικά τους προβληματισμούς και τις αντιδράσεις τους στο συγκεκριμένο ζήτημα, που έχει τεθεί ως το πιο επείγον και άμεσο ζήτημα αυτών των ημερών, όχι από διαστροφή ή από συνωμοσία αλλά επειδή κυκλοφορεί εκεί έξω ένας θανατηφόρος ιός.
Δεν υπάρχει περίπτωση όμως να τους δω ξαφνικά σα να πρόκειται για διαφορετικά πρόσωπα από εκείνα που συμπαθούσα πριν συμβεί «όλο αυτό» και τα δυσοίωνα και διαβρωτικά παρελκόμενά του, ούτε βέβαια και ως κοινωνιοπαθείς ή ακόμα και εγκληματικές προσωπικότητες, όπως χαρακτηρίζουν, σα να είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, πολλοί, πάρα πολλοί σχολιαστές (έγκριτοι διαμορφωτές κοινής γνώμης αρκετοί εξ αυτών) τους μη εμβολιασμένους. Μόνο για τους ανεμβολίαστους δεν είναι ηθικό το νόμιμο;
Δεν
είναι εκείνοι οι «κακοί» αυτής της ιστορίας (ούτε εμείς οι «καλοί»),
δεν είναι η πλέμπα της πλέμπας, δεν πρόκειται εξ ορισμού για
αντικοινωνικά τέρατα, θα το μετανιώσουμε κάποτε αυτό το αφήγημα της
απελπισίας, είναι ντροπή να λέγονται και να γράφονται τέτοια πράγματα,
είναι μανία καταδιώξεως και ψευδής «ηθικοφροσύνη».