March, Wednesday 24th., 2021
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ
''ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΟ''
'Oμως,
το υπέροχο αυτό σύμβολο της ανθρώπινης σύστασης σε κοινωνική, πολιτισμική, οικονομική υπόσταση, αυτό το σύμβολο ένωσης και αρμονίας ενάντια στο χάος που συνεπιφέρει το τρισδιάστατο της παρούσας γήϊνης συνθήκης, θα εκφυλισθεί και θα καταστεί τουλάχιστον ανενεργό, συντωχρόνω, αν δεν εξελιχθεί σύμφωνα με την ανθρώπινη συνειδητότητα και τις ανάγκες του διαρκώς ανελισσόμενου ανθρώπινου γένους.
Το ιδανικό και το όραμα στο οποίο ο σύγχρονος, αφυπνισμένος άνθρωπος προσβλέπει είναι μιά τεράστια, καινούργια σημαία με ενσωματωμένη επάνω της ολόκληρη την Γή!
Την εικόνα της Γής φέρουσα ως πολύτιμη ψηφίδα κάθε έθνος, χώρα, λαό, που θα το θελήσει. Τιμώντας έτσι και συγχρόνως απολαμβάνοντας τον άπειρο πλούτο, τον συνυφασμένο με κάθε γλώσσα, παράδοση, θρησκεία, ιστορία, εμπειρία...
'Ενα σύνολο πολύτιμων ψηφίδων-σημαιών αρμονικά συνδεόμενων και συνεργαζόμενων με όλες τους τις δυνάμεις, τις ξεχωριστές ικανότητες, ιδιότητες, ταλέντα, χρώματα, μορφές και δομές, καθώς ολοκληρώνουν ένα πολύτιμο
λαμπερό αποτέλεσμα:
Την Γή υγειά, μακροημερεύουσα, ευημερούσα εν ειρήνη και αφθονία στο Μέλλον και στον Γαλαξία μας!
Μαρία Λ. Πελεκανάκη
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ ''ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΟ''
Η σημαία αποτελεί για μια χώρα, ένα κράτος, το ιερότερο σύμβολό του, το πιο τιμημένο και αγαπητό από το λαό του, την πολιτεία, το στράτευμα και την εκκλησία του, το οποίο είναι κι αυτό που ουσιαστικά το αντιπροσωπεύει σε κάθε επίσημο και ανεπίσημο βήμα στο οποίο εμφανίζεται, εντός και εκτός της εδαφικής του επικράτειας (διπλωματικές και ειρηνευτικές αποστολές, εκδηλώσεις, κατορθώματα, κατακτήσεις κ.τ.λ.)...
Η σημαία στην Ελλάδα, καθώς και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου, κυματίζει καθημερινά σε όλα τα διοικητικά και κυβερνητικά κτίρια, τα δικαστήρια, τα εκπαιδευτήρια, τις εκκλησίες και τα μοναστήρια, στις στρατιωτικές μονάδες, τις διπλωματικές αποστολές του εξωτερικού, στα συμμαχικά στρατηγεία που υπηρετούν Έλληνες αξιωματικοί, στα πολεμικά και εμπορικά πλοία, αλλά και στην έδρα του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων διεθνών οργανισμών στους οποίους συμμετέχει η Ελλάδα.
Την Ελληνική σημαία φέρουν σε ευδιάκριτο σημείο όλα τα χερσαία, πλωτά και πτητικά μέσα των Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ οι Έλληνες στρατιώτες/ ναύτες/ σμηνίτες ορκίζονται να υπερασπίζουν και με την τελευταία ρανίδα αίματός τους τη σημαία. Το Εθνόσημο - το οποίο και αποτελεί το έμβλημα της Ελληνικής Δημοκρατίας - αποτελεί παραλλαγή της σημαίας και φέρεται σε όλα τα καλύμματα κεφαλής (πηλήκιο, πηλήσκος, μπερές, δίκοχο, τζόκεϊ) των μελών του Στρατού Ξηράς, του Πολεμικού Ναυτικού, της Πολεμικής Αεροπορίας, της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος και του Πυροσβεστικού Σώματος.
Παραλλαγή της εθνικής σημαίας αποτελούν οι πολεμικές σημαίες των Μονάδων, Συγκροτημάτων, Σχηματισμών και Παραγωγικών Σχολών, οι οποίες στο κέντρο του σταυρού φέρουν τον προστάτη Άγιο του Όπλου τους (τον έφιππο Άγιο Γεώργιο για το Πεζικό και τον υπόλοιπο Στρατό Ξηράς , πλην του Πυροβολικού, το οποίο δε διαθέτει πολεμική σημαία, τον Αρχάγγελο Μιχαήλ επί νεφών για την Αεροπορία και την Αγία Ειρήνη για την Αστυνομία και - μέχρι το 1984 - την Χωροφυλακή· η πολεμική σημαία του Ναυτικού είναι απόλυτα όμοια με την εθνική σημαία).
Η απώλεια της σημαίας στη μάχη θεωρείται ασύλληπτη ντροπή και αισχύνη, ενώ αντίθετα η απόκτηση σημαίας του εχθρού προκαλεί υπέρμετρη χαρά και ενθουσιασμό, αποτελώντας ένα από τα σημαντικότερα πολεμικά τρόπαια (Συλλογή Εθνικού Ιστορικού Μουσείου). Έτσι, ο κάθε στρατιώτης που αγαπά και πιστεύει στο ιδανικό της πατρίδας, θα πρέπει να υπερασπίζει τη σημαία με κάθε δυνατό μέσο, προσφέροντας γι' αυτήν ακόμη και το πολυτιμότερο αγαθό που διαθέτει, την ίδια του τη ζωή.
Η έννοια της σημαίας είναι συνδεδεμένη με την οργάνωση του κράτους. Ωστόσο, η ιδιαιτερότητα του Ελληνικού έθνους ανέδειξε τη σημαία σε εθνικό σύμβολο, απογυμνώνοντάς την από την καθαρά εννοιολογική σημασία της. Ο ρόλος και η λειτουργία της σημαίας δεν περιορίζεται απλά και μόνο στην τυπική διάκριση μεταξύ των κρατών, αλλά υπερβαίνει κατά πολύ αυτή την πρακτική χρήση της.
Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται από πολλούς, σημαίες υπάρχουν μόνο εκεί που υφίστανται Κράτη, όχι Έθνη. Η σημαία είναι σήμερα εξ ορισμού ένα σύμβολο που εκφράζει κάποιο λαό που ζει σ' ένα κρατικό σύνολο, μιας και εκπροσωπεί την κρατική του οντότητα. Τα έθνη δεν βρίσκουν την έκφρασή τους σε σημαίες, αλλά σε πολιτιστικά στοιχεία και συμβολισμούς, όπως η γλώσσα, η θρησκεία και η εθνική συνείδηση.
Η αναφορά στην Ελληνική σημαία ως εθνικού συμβόλου, όσο και αν έχει επικρατήσει στη νοοτροπία των Ελλήνων και το νόημα των βιβλίων της διδασκόμενης ιστορίας, είναι εν μέρει λανθασμένη, γιατί εκφράζει καθαρά το Ελληνικό κράτος και την Ελληνική επικράτεια, δηλαδή η ύπαρξή της είναι ταυτόσημη και ταυτόχρονη με το σύγχρονο Ελληνικό κράτος, το οποίο ιδρύθηκε το 1830, και καθόλου δεν ταυτίζεται (χρονικά και γεωγραφικά) με το Ελληνικό έθνος, που χάνεται στα βάθη των αιώνων και είναι διασπαρμένο σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης.
Η Γέννηση και η Ιστορία των Σημαιών
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν σημαίες, με την αυστηρή έννοια του όρου, αλλά διάφορα διακριτικά σημεία, τα λεγόμενα επίσημα, που διακοσμούσαν τις ασπίδες τους. Τα επίσημα περιλάμβαναν παραστάσεις ζώων και πτηνών (ίππος, φίδι, αετός κ.λπ), μυθικών τεράτων (Μέδουσα, Σφίγγα κ.ά.), σύμβολα (οφθαλμός, ρόδο, αφηρημένα ή μη κ.λπ), γράμματα (Λ, Α, Μ κ.λπ), και ποικίλες συμβολικές παραστάσεις.
Κατά αυτό τον τρόπο, πιθανότατα, η ασπίδα να επιτελούσε το ρόλο της σημαίας. Τα πολεμικά πλοία χρησιμοποιούσαν επίσημα ή σημεία (Ηρόδοτος, Θουκυδίδης) και παράσημα (Πλούταρχος), διακριτικά σημεία που υψώνονταν στο πρωραίο κατάρτι. Επίσης, ήταν σε χρήση η Φοινικίδα, ένα κομμάτι υφάσματος με βαθυκόκκινο χρώμα, από όπου πήρε και το όνομά της. Οι Φοινικίδες χρησιμοποιούνταν ως στοιχεία αναγνώρισης και σήμαιναν την έναρξη, με την ανύψωσή τους ή τη λήξη της μάχης, με την καταβίβασή τους.
Εκτός από την πολεμική τους χρήση, οι κόκκινες σημαίες χρησιμοποιούνταν και στις δημόσιες συνελεύσεις της Εκκλησίας του Δήμου. Στην αρχαία εποχή, οι πρώτοι που επιβεβαιωμένα έκαμαν χρήση σημαίας στην πόλεμο ήσαν οι Σκύθες. Υπάρχουν πληροφορίες ότι οι φάλαγγες του Μεγάλου Αλέξανδρου χρησιμοποιούσαν κόκκινες υφασμάτινες σημαίες, τις οποίες ύψωναν σε σάρισες και έδιναν το σήμα έναρξης της μάχης.
Αργότερα, βλέπουμε ότι και οι υπόλοιποι Έλληνες άρχισαν να κάνουν χρήση σημαιών, θεσμό τον οποίο υιοθέτησε η Εκκλησία του Δήμου, η οποία αρχικά μεταχειριζόταν κόκκινες σημαίες για να δηλώσει την έναρξη ή λήξη συγκέντρωσης και μετέπειτα για διάφορες άλλες συγκεντρώσεις και τελετουργίες. Από το έντονο αυτό κόκκινο χρώμα πήραν το όνομά τους (Φοινικίδες) και έτσι διασώθηκαν στην κλασική και ελληνιστική εποχή, τόσο στην κυρίως Ελλάδα όσο και στη Σικελία και στην Κάτω Ιταλία και, φυσικά, στο Βυζάντιο.
Οι σημαίες αυτές, μετά την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους, συνέχιζαν να κυματίζουν σε κάθε πόλη-κράτος, παράλληλα με την κοινή Ρωμαϊκή σημαία, στην οποία απεικονιζόταν ένας αετός (aquila). Όμως η χρήση των σημαιών, από την αρχαία ακόμη εποχή, δεν περιορίζεται μόνο στη χερσαία (στρατιωτική) χρήση, αλλά επεκτείνεται και στην ενάλια (ναυτική) χρήση, όπου, σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε, ξεκίνησε η χρήση τους με τη σημασία που τους αποδίδουμε σήμερα.
Ονομάζονταν γενικά Επίσημα, καθώς και Σημεία (Ηρόδοτος, Θουκυδίδης και Σουίδας), Φοινικίδες (Πλούταρχος και Πολύαιμος) και Παράσημα (Πλούταρχος).
Κατά τους Αλεξανδρινούς χρόνους, εκτός από το δεκαεξάκτινο αστέρι της Βεργίνας, χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα και οι Φοινικίδες, αναρτώμενες στις σάρισες και επιτελούσαν τον ίδιο σκοπό. Αργότερα, αποτέλεσαν σημαίες επίλεκτων μονάδων του Μακεδονικού στρατού, ενώ στη συνέχεια υιοθετήθηκαν από όλα τα στρατιωτικά σώματα των Μακεδόνων.
Στη Ρωμαϊκή περίοδο, η σημαία ονομαζόταν «Σίγνο» (λατ. Signum, σημείο). Αρχικά τα σίγνα ήταν ειδώλια ζώων ή πτηνών, τα οποία στερεώνονταν πάνω σε κοντό, ενώ αργότερα πήραν τη μορφή υφασμάτινων σημαιών, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από την ποικιλία χρωμάτων, σχημάτων και παραστάσεων. Επί εποχής του στρατηγού Μάριου Γάιου (157-86 π.Χ.), το «σίγνο» ήταν κόκκινη σημαία και απεικόνιζε έναν ασημένιο αετό, σύμβολο της δύναμης του Δία, με ανοικτές φτερούγες και χρυσούς κεραυνούς στους όνυχες.
Τέλος, οι μεγάλες πόλεις, όπως το Βυζάντιο στην Προποντίδα - η σημαία του ήταν κόκκινη και έφερε την ημισέληνο (σύμβολο της Άρτεμης) - η Μίλητος στα παράλια της Μικράς Ασίας κ.ά. διατήρησαν, και μετά την κατάκτησή τους από τους Ρωμαίους, τις ιδιαίτερες σημαίες τους, τις οποίες ύψωναν στα εμπορικά τους πλοία.
Το ειδωλολατρικό σίγνο αντικαταστάθηκε από τον Μ. Κωνσταντίνο, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του εναντίον του Μαξεντίου τον Οκτώβριο του 312 μ.Χ. Επειδή τη βάση του στρατεύματός του αποτελούσαν χριστιανοί, ο Μ. Κωνσταντίνος προσπαθούσε να επινοήσει διάφορες μεθόδους για να ανυψώσει το ηθικό τους και να πολεμήσουν με γενναιότητα και θάρρος.
Παράλληλα, συνεχίστηκε η χρήση της φοινικίδας, κυρίως στο ναυτικό, και των σημαιών των διαφόρων πόλεων, με τη διαφορά ότι τώρα υπήρχε συνδυασμός ειδωλολατρικών και Χριστιανικών συμβόλων, όπως π.χ. ανεστραμμένη ημισέληνος και Χριστόγραμμα. Ο σταυρός αντικαταστάθηκε για λίγο από τον αετό στη Βυζαντινή σημαία επί αυτοκράτορα Ιουλιανού (361-363), ο οποίος ήταν λάτρης της αρχαίας Ελλάδας και του Δωδεκαθέου.
Ο ιδρυτής της δυναστείας των Κομνηνών, Ισαάκιος Κομνηνός (1057-1059) υιοθέτησε το θυρεό της οικογένειάς του ως τη νέα σημαία του κράτους. Η μορφή του φτερωτού αετόμορφου δικέφαλου θηρίου έλκει την καταγωγή του από την παράδοση της Παφλαγονίας, τόπο καταγωγής του αυτοκράτορα, ο οποίος την απλοποίησε σ. έναν δικέφαλο αετό με ανοικτές φτερούγες και ανοικτούς όνυχες. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο υιοθέτησε τον αετό, προσθέτοντας στο δεξί του πόδι ένα Αυτοκρατορικό σκήπτρο και στο αριστερό μία ποιμαντορική ράβδο.
Στη διάρκεια της Λατινοκρατίας, οι Φράγκοι και τα κράτη που προέκυψαν και διεκδίκησαν το προνόμιο του συνεχιστή του Βυζαντίου, οικειοποιήθηκαν τον δικέφαλο αετό. Το κράτος της Νίκαιας υπό τον Ιωάννη Γ΄ Βατατζή (1222-1254) παράλλαξε το έμβλημα, και ο δικέφαλος αετός κρατούσε ρομφαία στο δεξί του πόδι και υδρόγειο με σταυρό στην κορυφή στο αριστερό, ενώ διατηρήθηκε η επίστεψη του ενδιάμεσου των κεφαλών του αετού.
Η ιστορία των Βυζαντινών σημαιών είναι αρκετά ενδιαφέρουσα και εθνικοϊστορικά σημαντική. Αρχικά, το Βυζάντιο χρησιμοποιούσε τη ρωμαϊκή σημαία, που σύμφωνα με την παράδοση σχεδίασε ο στρατάρχης Μάριος (157-86 π.Χ.) και έφερε την ονομασία σίγνο (signum). Η σημαία αυτή, η οποία ήταν κόκκινη και έφερε ασημένιο αετό με ανοικτές φτερούγες και χρυσούς κεραυνούς στα νύχια του, αποτελούσε ίσως το μοναδικό πράγμα που δεν άλλαξε στην πολυτάραχη Ρώμη, η οποία άλλαξε τόσες μορφές πολιτεύματος και υπέφερε αιματηρές και απειλητικές εμφύλιες και πολέμιες συγκρούσεις.
Η πρώτη καθαρά Βυζαντινή σημαία σχεδιάστηκε το 312 μ.Χ., όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος (306-337), προετοιμάζοντας το στρατό του για να αντιμετωπίσει τον τύραννο Μαξέντιο, είδε θεϊκό οιωνό, ένα φωτεινό σταυρό να λάμπει στο μεσημεριάτικο ουρανό με την επιγραφή "EN ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ", τερματίζοντας τη χρήση της (ειδωλολατρικής) ερυθράς σημαίας με τον αετό. Τη νέα σημαία που σχεδίασε ονόμασε λάβαρο και μ' αυτήν νίκησε στις 26 Οκτωβρίου του 312 στον Τίβερη ποταμό.
Το Ρωμαϊκό αετό στη βυζαντινή σημαία επανέφερε ο αυτοκράτορας Ιουλιανός (361-363), γνωστός και ως Αποστάτης ή Παραβάτης (λόγω των ειδωλολατρικών του αντιλήψεων), ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το θάνατό του, το μισητό πλέον μισοφέγγαρο (υπήρξε το έμβλημα της θεάς Αρτέμιδος) διαγράφηκε από τη σημαία, διατηρήθηκε όμως ο περήφανος αετός που έβλεπε δεξιά, ο οποίος και αποτελούσε άρρηκτα συνδεδεμένο σύμβολο με τους Έλληνες και το Βυζάντιο.
Η σημαία αυτή διατηρήθηκε μέχρι τις 15 Αυγούστου 1261, όταν ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1261-1282) - ο οποίος και είχε την τύχη να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη - πρόσθεσε κορώνα πάνω από τα δύο κεφάλια του αετού, στοιχείο το οποίο διατηρήθηκε μέχρι και τη μοιραία εκείνη Τρίτη, 29η Μαΐου 1453, όταν ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής (1432-1481) κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη.
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Βυζαντινός στόλος χρησιμοποιούσε - κατά τα πρώτα κυρίως χρόνια της Αυτοκρατορίας - διαφορετική σημαία απ' αυτήν που χρησιμοποιούσαν οι χερσαίες δυνάμεις: αρχικά, χρησιμοποιήθηκε λευκή σημαία που έφερε κυανό σταυρό με τέσσερα Β, ένα στην κάθε γωνία του, ενώ αργότερα, αφού επανήλθε ο αετός στην επίσημη Βυζαντινή σημαία, και πάλι ο στόλος χρησιμοποιούσε διαφορετική σημαία, η οποία έφερε την εικόνα της Παναγίας, αετό με ανοικτές πτέρυγες και το μονογράφημα του Χριστού.
Η σημαία αυτή, αρχικά κόκκινη και, από την εποχή του Νικηφόρου Φωκά (963-969), κυανόλευκη, διατηρήθηκε μέχρι τα χρόνια των Κομνηνών (11ος - 12ος αιώνας). Μετά την πτώση της Βασιλεύουσας, το δικέφαλο αετό χρησιμοποίησαν ως σύμβολο αρκετά κράτη, ανάμεσά τους η Ρωσική Αυτοκρατορία και διάφορα τευτονικά και φράγκικα κρατίδια. Ο δικέφαλος αετός επιζεί στις μέρες μας στην Αλβανική σημαία, ενώ χρησιμοποιούταν και στη Γερμανική Αυτοκρατορική σημαία μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, απ' όπου τον "δανείστηκε" και τον παράλλαξε η Αυστρία, που χρησιμοποιεί μονοκέφαλο αετό στη σημαία της.
Η Εμφάνιση των Πρώτων Ελληνικών Σημαιών
Η εμφάνιση ποικίλων αυτοσχέδιων σημαιών στα διάφορα επαναστατικά κινήματα που εκδηλώθηκαν την επαύριον της Άλωσης, καταδείκνυε αφενός την επιθυμία του υπόδουλου Ελληνισμού να υιοθετήσει ένα κοινό σύμβολο που θα προσδιόριζε την εθνική του ταυτότητα, και αφετέρου τον τοπικιστικό χαρακτήρα των κινημάτων αυτών. Η διατήρηση του Βυζαντινού μονοκέφαλου ή δικέφαλου αετού σε συνδυασμό με το σταυρό ή την εικόνα ενός Αγίου που αποτελούσαν τα στοιχεία συσπείρωσης των Χριστιανών, συνιστούσαν τα κυριότερα κοινά σύμβολα των σημαιών αυτών.
Από τις σημαίες της προεπαναστατικής περιόδου ενδεικτικά αναφέρουμε εκείνη των Σπαχήδων (σώμα Χριστιανών ιππέων-πολεμιστών στην υπηρεσία της Υψηλής Πύλης από τον 15ο μέχρι τον 17ο αι.), η οποία ήταν χρώματος λευκού με γαλάζιο σταυρό, στη μέση του οποίου εικονιζόταν ο Άγιος Γεώργιος, και τη χρησιμοποιούσαν μόνο στην Ήπειρο, και τη σημαία του Ρήγα Φεραίου (1757- 1798), η οποία ήταν τρίχρωμη (κόκκινη, λευκή και μαύρη σε οριζόντιες σειρές) και απεικόνιζε το ρόπαλο του Ηρακλή και τρεις σταυρούς πάνω σε αυτό.
Η ονοματολογία και η χρήση των σημαιών παρουσιάζουν ποικιλία. Υπήρχαν τα γνωστά φλάμπουρα, τα οποία ήταν συνήθως μονόχρωμα, έφεραν σταυρό, και χρησιμοποιούνταν από τους Αρματολούς και Κλέφτες στα πανηγύρια και τις εορτές, και τα μπαϊράκια, τα οποία ήταν δίχρωμες πολεμικές σημαίες που συνδύαζαν το κόκκινο με το λευκό ή το κυανό, μαζί πάντα με τον σταυρό. Οι Τούρκοι αποκαλούσαν τα μπαϊράκια πατσαβούρες ή παλιόπανα, εκφράζοντας έτσι την καταφρόνησή τους για τα σύμβολα των Ελλήνων.
Τέλος, υπήρχαν οι παντιέρες που χρησιμοποιούνταν από τους ναυτικούς. Το 1800, τα Επτάνησα απέκτησαν την αυτονομία τους υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου και αποτέλεσαν την πρώτη αυτόνομη ελληνική πολιτεία με τη δική της επίσημη και αναγνωρισμένη σημαία. Το σύμβολο της Ιονίου Πολιτείας ήταν κυανού χρώματος και απεικόνιζε τον φτερωτό λέοντα της Βενετίας, σε κιτρινωπό χρώμα, να κρατάει το Ευαγγέλιο, από το οποίο εκπηδούσαν επτά λόγχες σε δέσμη, που συμβόλιζαν τα επτά νησιά της Πολιτείας.
Λίγο πριν την επίσημη έναρξη και κατά το πρώτο έτος της Επανάστασης, και ενώ οργανωμένο Ελληνικό κράτος δεν υφίστατο, χρησιμοποιήθηκαν διάφορες σημαίες με ποικίλες παραστάσεις, οι οποίες εξυμνούσαν την παράδοση της φατρίας και εξέφραζαν τη θρησκευτική πίστη κάθε οπλαρχηγού. Το σύμβολο του σταυρού εξακολουθούσε να αποτελεί το κοινό σημείο αναφοράς των σημαιών αυτών. Ορισμένα επαναστατικά σώματα, παράλληλα με τον σταυρό, χρησιμοποιούσαν την κουκουβάγια, το φίδι κ.ά.
Την πρώτη επίσημη σημαία της Επανάστασης ύψωσε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στο Ιάσιο της Μολδαβίας, στις 22 Φεβρουαρίου 1821. Η σημαία αυτή ήταν τρίχρωμη, όπως και εκείνη του Ρήγα, στη μία όψη έφερε τον αναγεννώμενο φοίνικα με την επιγραφή «ΕΚ ΤΗΣ ΚΟΝΕΩΣ ΜΟΥ ΑΝΑΓΕΝΝΩΜΑΙ» και στην άλλη πλευρά την εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης με την επιγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ», και χρησιμοποιήθηκε από τον Ιερό Λόχο στο Δραγατσάνι.
Ξεχωριστές προσωπικότητες και πρωταγωνιστές της εθνέγερσης των Ελλήνων χρησιμοποιούσαν δικές τους σημαίες. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε σημαία λευκή με κυανό σταυρό στη μέση, ο Παπαφλέσσας γαλάζια με λευκό σταυρό - θεωρήθηκε, κατά κάποιο τρόπο, προπομπός της επίσημης σημαίας του Ελληνικού κράτους - και ο Ανδρέας Μιαούλης λευκή με κίτρινο σταυρό στη μέση και την αναγραφή της χρονολογίας 1821 και της επιγραφής «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ», ενώ στο αριστερό άνω άκρο υπήρχε κυανό πλαίσιο με λευκές διαγώνιες λωρίδες και κόκκινο σταυρό στη μέση.
Με την εξάπλωση της Επανάστασης από την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα στα υπόλοιπα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας εμφανίστηκαν κυρίως λευκές σημαίες με γαλάζιο ή ερυθρό σταυρό, με εικόνες Αγίων σε συνδυασμό με επιγραφές, όπως «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ», «Ή ΤΑΝ Ή ΕΠΙ ΤΑΣ» κ.ά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ποικιλίας και της διαφορετικότητας των σημαιών ήταν το γεγονός ότι οι τρεις συνοικίες της Λιβαδειάς ύψωσαν η καθεμία τη δική της σημαία.
Η Κύπρος, αναπόσπαστο κομμάτι του Ελληνισμού, δεν έμεινε αμέτοχη στον Αγώνα για την ελευθερία. Ένοπλο σώμα Κυπρίων εθελοντών αγωνιστών κατέφθασε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1821 για να λάβει μέρος στην πολιορκία της Ακρόπολης. Το σώμα έφερε δική του σημαία, η οποία ήταν λευκή με κυανό σταυρό στη μέση και στο άνω αριστερό τεταρτημόριο έφερε την επιγραφή «ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΗΚΙ . ΠΑΤΡΗΣ ΚΗΠΡΟΥ».
Όσον αφορά στο ναυτικό, μετά τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), τα Ελληνικά πλοία ταξίδευαν υπό Ρωσική σημαία, τις λεγόμενες «Ρούσικες πανδιέρες». Αυτές παρουσίαζαν χρωματική ποικιλία, αλλά κυριαρχούσαν εκείνες που έφεραν τρεις οριζόντιες ζώνες, λευκή, γαλάζια και κόκκινη.
Στις επαναστατικές σημαίες των τριών μεγάλων νησιών (Σπέτσες, Ύδρα και Ψαρά) κυριαρχούσαν τα αλληγορικά σύμβολα της σημαίας της Φιλικής Εταιρείας. Στο μέσο της σημαίας απεικονιζόταν το σύμβολο του σταυρού να πατάει πάνω σε ανεστραμμένη ημισέληνο, δεξιά του σταυρού η άγκυρα γύρω από την οποία τυλίγεται ένα φίδι (σύμβολο της δύναμης του Ελληνικού Έθνους) και η κουκουβάγια (σύμβολο της φρόνησης με την οποία έπρεπε να διεξαχθεί ο Αγώνας) που τσιμπάει τη γλώσσα του φιδιού, και από την άλλη πλευρά του σταυρού μία λόγχη ή σημαία με την κεφαλή του Θεμιστοκλή (Ύδρα).
Οι υπόδουλοι Έλληνες ουδέποτε συμβιβάστηκαν με την Οθωμανική κατοχή και, καθώς εξετάζουμε την ιστορία από τον 15ου μέχρι και τον 19ου αιώνα, βλέπουμε ότι πολλές περιοχές επαναστάτησαν κατά των Οθωμανών, με το δικό τους τρόπο και υπό την ηγεσία των τοπικών τους οπλαρχηγών.
Οι "επαναστάσεις" όμως αυτές, ανοργάνωτες, ασύντακτες, σποραδικές και ασυντόνιστες, ήταν καταδικασμένες εκ των προτέρων να αποτύχουν, έχοντας ως άμεσο αντίκτυπο την κατάπνιξή τους στο αίμα και την καταβολή ακόμη μεγαλύτερων και πιο δυσβάστακτων φόρων προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όπως είναι φυσικό, κάθε εξέγερση είχε και τη δική της ιδιόμορφη σημαία, επινόηση των οπλαρχηγών της περιοχής.
Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι άρχισε να διαμορφώνεται η εθνική ταυτότητα των Ελλήνων, οι οποίοι στους κόλπους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αντιμετωπίζονταν κυρίως θρησκευτικά, όχι εθνικά. Έτσι, άρχισε να σχηματίζεται η έννοια του Ελληνικού Έθνους. Η δημιουργία Ελληνικής σημαίας ήρθε στο προσκήνιο την αμέσως επόμενη της Αλώσεως: ο Ελληνισμός, ακέφαλος και αδιοργάνωτος, έπρεπε να βρει ένα σύμβολο το οποίο θα αναπαριστούσε τη συνοχή με το Βυζάντιο και θα περιέκλειε την εθνική και θρησκευτική ενότητά του.
Η πρώτη απ' αυτές τις σημαίες με το δικέφαλο αετό ήταν η σημαία του Πελοποννήσιου κλέφτη Κορκόνδειλα Κλαδά, η οποία ήταν κόκκινη με δικέφαλο αετό στη μέση και υψώθηκε το 1464 στη γενέτειρά του, ενώ από το 1479-1481 και 1481-1482 κυμάτιζε στη Μάνη και τη Χείμαρρα, αντίστοιχα.
Ωστόσο, καθώς ο καιρός περνούσε και η σκλαβιά ρίζωνε, οι υπόδουλοι Έλληνες άρχισαν να φτιάχνουν δικές τους ξεχωριστές σημαίες, πιο προσωπικές και διαφορετικές από την "αρχέτυπη" Βυζαντινή, με ποικιλία χρωμάτων και σχεδίων, οι οποίες όμως - με ελάχιστες εξαιρέσεις - είχαν ένα κοινό σημείο: το Σταυρό ή/και την εικόνα ενός Αγίου. Ο σταυρός ήταν το σύμβολο αυτό που ένωνε τους Έλληνες με τη σκέψη της ελευθερίας και τους συνέδεε με το Χριστιανισμό.
Από τις "νέες" αυτές σημαίες, η πρώτη που αναφέρεται είναι αυτή των Κρητών, οι οποίοι, ανακηρύσσοντας Δημοκρατία πριν από το 1453, ύψωσαν κόκκινη σημαία με την εικόνα του Απόστολου Τίτου, προστάτη του νησιού. Γνωστή, επίσης, είναι και η σημαία των Σπαχήδων (γνωστοί και ως Ντερεμπέηδες), η οποία ήταν άσπρη, έφερε γαλάζιο σταυρό και τον Άγιο Γεώργιο στη μέση.
Αλλά και γνωστοί κλέφτες, αρματολοί και οπλαρχηγοί είχαν τις δικές τους σημαίες: Οι αδελφοί Καλλέργη, οι οποίοι κατάγονταν από τον Αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, στον αγώνα τους κατά των Βενετών στην Κρήτη (1665) χρησιμοποιούσαν το έμβλημα του οικοσήμου του, δηλαδή εννέα παράλληλες γαλάζιες και λευκές γραμμές, με λευκό σταυρό σε γαλάζιο φόντο στην πάνω αριστερή γωνιά (όμοια δηλαδή με την πρώτη επίσημη ναυτική σημαία της Ελλάδας), με την επιγραφή "ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ".
Ο Ρήγας Φεραίος-Βελεστινλής (1757-1798) χρησιμοποιούσε σημαία με τρεις οριζόντιες γραμμές (κόκκινη, λευκή και μαύρη), με το ρόπαλο του Ηρακλή και τρεις σταυρούς στην επιφάνειά του· την επεξήγησε ο ίδιος στο έργο του Πολίτευμα του Ρήγα, ενώ την ίδια επεξήγηση για τα χρώματα έδωσε κι ο Υψηλάντης στη δική του σημαία (βλέπε πιο κάτω). Ο Λάμπρος Κατσώνης χρησιμοποιούσε τους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη σε λευκή σημαία με κυανό σταυρό.
Άξια μνείας είναι η ιστορία της σημαίας του Σουλιώτη Τούσια Μπότσαρη, ο οποίος λίγο πριν την Επανάσταση είχε σημαία, δώρο της Μεγάλης Αικατερίνης, κίτρινη μεταξωτή κεντημένη με κρουστό πορφυρό μετάξι με παράσταση του Αγίου Γεωργίου στη μια πλευρά και του Αγίου Δημητρίου στην άλλη, με την επιγραφή "ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΠΥΡΡΟΥ", την οποία και χρησιμοποίησε κατά τη δράση του εναντίον του Αλή Πασά και κατά την πολιορκία του Μεσολογγίου.
Προτού ξεκινήσουμε την αναφορά μας στις σημαίες της Ελληνικής Επανάστασης, κατ' αρχάς oφείλουμε να τονίσουμε ότι η Επανάσταση δεν ξεκίνησε σε όλη την Ελλάδα ταυτόχρονα σε μια μέρα και σε όλες τις περιοχές (χερσαίες και νησιώτικες), αλλά συνέβηκε έπειτα από μερικά γεγονότα, τα οποία ραγδαία επεκτάθηκαν στις γύρω περιοχές, αν και η επίσημη ημερομηνία της εξέγερσης είχε οριστεί η Παρασκευή 25 Μαρτίου 1821, όταν θα εορταζόταν ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου.
Κατά το πρώτο έτος της Επανάστασης δεν υπήρχε ενιαία διοίκηση και, συνεπώς, ένα ενιαίο σύμβολο του αγώνα, και έτσι ο κάθε οπλαρχηγός, εμπνευσμένος από το πάθος της ελευθερίας, τις ιστορικές του γνώσεις, τη θρησκευτική του προσήλωση, την προσωπική του φαντασία, τις οικογενειακές του παραδόσεις και το μίσος για τους Τούρκους, χρησιμοποιούσε τη δική του σημαία. Όλες, όμως, έφεραν το σημάδι του σταυρού (ένδειξη θρησκευτικής ευλάβειας), ενώ μερικές απ' αυτές έφεραν την κουκουβάγια (σύμβολο σοφίας) ή τον αετό (σύμβολο ελευθερίας).
Η παλαιότερη από τις επαναστατικές σημαίες, αν εξαιρέσουμε τις ήδη υπάρχουσες πριν από την Επανάσταση, ήταν αυτή της Φιλικής Εταιρείας. Κατασκευάστηκε με τις οδηγίες του Παλαιών Πατρών Γερμανού από λευκό ύφασμα και έφερε τα σύμβολα του εφοδιαστικού των ιερέων της Φιλικής Εταιρείας (τον ιερό δεσμό με τις 16 στήλες) και πάνω από αυτό κόκκινο σταυρό, περιβαλλόμενο από στεφάνι κλαδιών ελιάς· κάτω από το σταυρό υπήρχαν δύο λογχοφόρες σημαίες με τα αρχικά ΗΕΑ και ΗΘΣ (Ή Ελευθερία ή Θάνατος).
Όταν στις 19 Ιανουαρίου του 1821 οργανώθηκε η πρώτη διοίκηση (Άρειος Πάγος Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος) και συστάθηκε το πρώτο πολίτευμα, χρησιμοποιήθηκε σημαία που παραπέμπει στην αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία· έφερε τρεις κάθετες γραμμές (πράσινη-λευκή-μαύρη) και τρεις αλληγορικές φιλικές παραστάσεις: το σταυρό (πίστη και ελπίδα για τη δίκαιη υπόθεση του Γένους), τη φλεγόμενη καρδία (αγνότητα του σκοπού της Επανάστασης και φλόγα για την ελευθερία) και την άγκυρα (σταθερότητα στον τελικό σκοπό και απόφαση για θυσία).
Η πρώτη, όμως, σαφώς επαναστατική σημαία είναι αυτή που υψώθηκε στο Ιάσιο της Μολδαβίας στις 22 Φεβρουαρίου του 1821 από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και ευλογήθηκε από το Μητροπολίτη Βενιαμίν στη Μονή των Τριών Ιεραρχών τέσσερις μέρες μετά· η τρίχρωμη αυτή σημαία (μαύρο-άσπρο-κόκκινο) είχε προταθεί από το Νικόλαο Υψηλάντη και άλλους Φιλικούς.
Είναι ιδιαίτερα σημαντική η παρουσία του αναγεννώμενου φοίνικα στη σημαία του Υψηλάντη: ο Φοίνικας, μυθικό πτηνό της Αραβίας, είχε μορφή αετού με ερυθρόχρυσα φτερά και κύκλο ζωής γύρω στα 500 χρόνια· όταν αντιλαμβανόταν το θάνατό του, έκανε φωλιά από αρωματικά ξύλα, τα οποία άναβαν οι καυστικές ακτίνες του ήλιου και καιγόταν μαζί μ' αυτά. Λίγες ώρες μετά, αναγεννιόταν από τις στάχτες του.
Στις 21 Μαρτίου του 1821, ο Ανδρέας Λόντος στην Πάτρα καταλαμβάνει το φρούριο της πόλης με κόκκινη σημαία με μαύρο σταυρό στη μέση, η οποία και αργότερα ευλογήθηκε στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, μέσα σε ζητωκραυγές του λαού. Είναι εμφανής η ομοιότητά της με μια παλιά Βυζαντινή σημαία.
Την ίδια μέρα (κατ' άλλους στις 17 ή 23 του Μάρτη), οπλαρχηγοί, πρόκριτοι, προεστοί, αρχιερείς και πολυάριθμα παλικάρια συγκεντρώνονται στη Μονή της Αγίας Λαύρας, έχοντας ως λάβαρο τη χρυσοκέντητη εικονισματοποδιά της Κοίμησης της Θεοτόκου που κοσμούσε την Ωραία Πύλη του ναού της Μονής, την οποία - σύμφωνα με την παράδοση - ύψωσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ορκίζοντάς τους.
Οι Καλαρρυτήνοι της Ηπείρου είχαν λευκή σημαία με κόκκινο σταυρό. Οι Βαρβιτσιώτες, οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου, είχαν την τρίχρωμη σημαία του Υψηλάντη μαζί με γαλάζιο σταυρό. Ο Εμμανουήλ Παππάς των Σερρών, ο οποίος και κήρυξε την Επανάσταση στις Καρυές του Αγίου Όρους, ο οπλαρχηγός της Θεσσαλομαγνησίας, Μήτρος Λιακόπουλος, και ο πρόκριτος της Νάουσας, Λογοθέτης Ζαφειράκης, χρησιμοποιούσαν λευκή σημαία με τον Άγιο Γεώργιο.
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η γνωστότερη (μαζί με τη Μαντώ Μαυρογένους) γυναίκα του αγώνα, χρησιμοποιούσε σημαία η οποία είχε κόκκινο περίγυρο, μπλε φόντο και έφερε βυζαντινό μονοκέφαλο αετό και στο κάτω μέρος της το φοίνικα και την άγκυρα. Ο Μάρκος Μπότσαρης, αμέσως μετά την έναρξη της Επανάστασης, αρχίζει να χρησιμοποιεί κατάλευκη σημαία με κυανό σταυρό πλαισιωμένο από δάφνη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σημαίες των μεγάλων νησιών του Αιγαίου, οι οποίες έμοιαζαν αρκετά μεταξύ τους και έφεραν έντονα τα αλληγορικά Φιλικά στοιχεία. Το πρώτο νησί που ύψωσε σημαία της Επανάστασης ήταν οι Σπέτσες (26 Μαρτίου του 1821), μιας και οι Μποτασαίοι και ο Γεώργιος Πάνου ήσαν μέλη της Φιλικής Εταιρείας.
Επίσης, οι νησιώτες παρομοίαζαν το φίδι - το οποίο τρώει τα αυγά του αετού (του γένους) - με τους Τούρκους και τον αετό - που τρώει τη γλώσσα του φιδιού - με τους Έλληνες. Στη Μάνη, οι Μαυρομιχαλαίοι σήκωσαν τη σημαία του σταυρού και ενώθηκαν με τον Τζανετάκη-Γρηγοράκη στην ανατολική Λακωνία. Στις 17 Μαρτίου του 1821, περίπου 12.000 Μανιάτες πολεμιστές κηρύσσουν πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ξεκινώντας από την Αρεόπολη, μετά τη δοξολογία στον Ιερό Ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών.
Κατά τη σύγκληση της Α΄ Εθνοσυνέλευσης των Ελλήνων στην Πιάδα της Επιδαύρου την 1η Ιανουαρίου 1822, συζητήθηκε και αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, η υιοθέτηση και καθιέρωση ενιαίας σημαίας για τον Αγώνα. Με το άρθρο (ρδ΄) του Προσωρινού Πολιτεύματος ορίστηκε η νέα σημαία να φέρει το σύμβολο του σταυρού και τα χρώματα κυανό και λευκό. Στις 15 Μαρτίου 1822, το Εκτελεστικό Σώμα συνεδρίασε στην Κόρινθο και με το Διάταγμα 540 καθόρισε το σχήμα και τις λεπτομέρειες της σημαίας.
Αρχικά, η γαλανόλευκη σημαία δεν έτυχε καθολικής αποδοχής από τους οπλαρχηγούς λόγω του έντονου τοπικιστικού πνεύματος που τους χαρακτήριζε. Αυτό δικαιολογεί και τη μνεία που έγινε για τη σημαία κατά την Γ΄ Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα τον Μάιο του 1827, η οποία απλώς επικύρωσε τις αποφάσεις των Α΄ και Β΄ Εθνοσυνελεύσεων.
Για την επιλογή των σχημάτων και των χρωμάτων, καθώς και την αλληγορική τους σημασία, έχουν ειπωθεί ποικίλες και διαφορετικές γνώμες και εκδοχές, οι οποίες όμως αποτελούν υποθέσεις. Εξάλλου, στα επίσημα έγγραφα της εποχής ή μεταγενέστερα δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία που να αιτιολογούν την προτίμηση αυτών των χρωμάτων, του είδους και του σχήματος της σημαίας. Παρακάτω παρατίθενται ορισμένες από αυτές τις εκδοχές:
- Το κυανό χρώμα συμβολίζει τον ουρανό και το λευκό τον αφρό των κυμάτων της θάλασσας που περιβάλλει τη χώρα μας.
- Το λευκό συμβολίζει την αγνότητα του σκοπού των Ελλήνων και το κυανό υποδηλώνει τη θεϊκή παρέμβαση, αφού ο Θεός ενέπνευσε στο Έθνος τη μεγαλουργή ιδέα να αναλάβει και να φέρει σε αίσιο πέρας έναν άνισο αλλά δίκαιο αγώνα.
- Τα χρώματα παραπέμπουν στη ναυτική βράκα (κυανό) και στη φουστανέλλα (λευκό)
- Οι εννέα κυανές και λευκές οριζόντιες παράλληλες λωρίδες αντιπροσωπεύουν τις συλλαβές του «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ» ή συμβολίζουν τη θάλασσα και τους κυματισμούς της.
- Η κυανόλευκη σημαία είναι όμοια με εκείνη του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, την οποία υιοθέτησε αργότερα η κρητική οικογένεια των Καλλέργηδων στη διάρκεια του Βενετο-Τουρκικού πολέμου (1645-1669), με την προσθήκη της επιγραφής «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ».
Σύμφωνα με την άποψη του Σπυρίδωνα Τρικούπη, η μη επιλογή της σημαίας της Φιλικής Εταιρείας ή του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ως Εθνικής Σημαίας από την Α΄ Εθνοσυνέλευση, αποσκοπούσε στη διάψευση των εσφαλμένων εντυπώσεων που είχαν δημιουργηθεί στις Ευρωπαϊκές αυλές, και ιδιαίτερα στην Ιερά Συμμαχία, για τον σκοπό της Επανάστασης, την οποία θεωρούσαν ότι επρόκειτο για επαναστατικό κίνημα κάποιας μυστικής οργάνωσης με επιδίωξη την ανατροπή των υφιστάμενων πολιτικών και κοινωνικών συστημάτων στην περιοχή των Βαλκανίων.
Οι ποικίλες απόψεις και θέσεις, που επιχειρούν να αποκρυπτογραφήσουν τα σύμβολα της Ελληνικής Σημαίας, αποδεικνύουν την πολυδιάστατη σημασία και αξία που έχει το ιερότερο σύμβολο του Έθνους για κάθε Έλληνα.
Διάφορες Σημαίες της Νεότερης Εποχής
Στη διάρκεια των Κρητικών επαναστάσεων υψώθηκαν σημαίες που έφεραν ποικίλες επιγραφές που συναντάμε στην περίοδο της Επανάστασης, καθώς και άλλες, όπως «ΚΡΗΤΗ ΕΝΩΣΙΣ», «ΕΝΩΣΗ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ», κ.ά. οι οποίες εξέφραζαν με εμφατικό τρόπο τον προαιώνιο πόθο του Κρητικού λαού, την Ένωση της μεγαλονήσου με τη μητέρα Ελλάδα.
Η Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης της 9ης Ιουλίου 1832 δεν προέβλεπε την ενσωμάτωση της Σάμου στο νεοσυσταθέν Ελληνικό κράτος. Η Σάμος ανακηρύχθηκε σε αυτόνομη Ηγεμονία φόρου υποτελής στον σουλτάνο τον Ιούλιο του 1834 και το καθεστώς της ρυθμιζόταν από τον «Προνομιακόν Χάρτην» της 10ης Δεκεμβρίου 1832.
Ως Ηγεμονία έφερε δύο σημαίες, μία του καθεστώτος και μία για τα εμπορικά πλοία. Η σημαία της Ηγεμονίας ήταν χρώματος κυανού με ερυθρό σταυρό μέσα σε λευκό τρίγωνο, στο μέσο της σημαίας, ενώ εκείνη των εμπορικών πλοίων ήταν όμοια με την Εθνική Σημαία, με τη διαφορά ότι τα δύο άνω τετράγωνα ήταν ερυθρά και όχι γαλάζια.
Η σημαία του εθελοντικού σώματος του Παναγιώτη Δαγκλή, που πολέμησε για την απελευθέρωση της Ηπείρου, ήταν βαθύ κυανού χρώματος με λευκό σταυρό και την ένδειξη 1854. Το Ελληνικό εθελοντικό σώμα που έλαβε μέρος στον Κριμαϊκό Πόλεμο του 1854 έφερε σημαία λευκού χρώματος με σταυρό μέσα σε κυανό τετράγωνο και την επιγραφή «ΝΙΚΗ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ».
Στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908) υψώθηκαν γαλανόλευκες σημαίες, σημαίες με τον δικέφαλο αετό και επιγραφές, όπως «ΑΜΥΝΕΣΘΑΙ ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΙΣ», και λάβαρα.
Νόμοι και Διατάγματα που Αφορούν στην Εθνική Σημαία
Από τη διακήρυξη της πολιτικής ύπαρξης του Ελληνικού Έθνους και την καθιέρωση της πρώτης επίσημης σημαίας του κράτους, σημειώθηκαν διάφορες τροποποιήσεις και αλλαγές όσον αφορά στον τύπο της σημαίας. Οι τροποποιήσεις αυτές αντανακλούσαν την πολιτική διαδρομή του Ελληνικού κράτους από τη σύστασή του μέχρι σήμερα. Στις 30 Ιουλίου 1828, ο Κυβερνήτης της Ελλάδας, Ιωάννης Καποδίστριας, με το ψήφισμα ΙΒ΄, υπ. αριθ. 3529, εξομοίωσε τη σημαία των εμπορικών πλοίων με εκείνη των πολεμικών, ως αναγνώριση των πολύτιμων υπηρεσιών τους στον Αγώνα.
Στις 4 Απριλίου 1833, με Βασιλικό Διάταγμα (ΦΕΚ 21/3-6-1833, σ. 155) καθορίστηκε η μορφή της πολεμικής ναυτικής σημαίας (l. enseigne) και της εμπορικής σημαίας, η οποία, σε αντίθεση με την πολεμική, δεν έφερε τα παράσημα του κράτους. Αργότερα, στις 28 Αυγούστου 1858, με νέο ΒΔ (ΦΕΚ 41/13-9-1858, σ.σ. 267-269) καθορίστηκαν οι λεπτομέρειες για την κατασκευή, τις διαστάσεις και τη χρήση των διαφόρων διακριτικών που αφορούσαν αυτές τις δύο σημαίες.
Η άφιξη του Γεωργίου Α΄ δεν επέφερε σημαντικές αλλαγές στη σημαία του κράτους. Με το ΒΔ «Περί Σημαιών» (ΦΕΚ 5/3-2-1864, σ.σ. 16-17), στις 28 Δεκεμβρίου 1863, καθορίστηκε η σημαία να φέρει στο μέσο του σταυρού τα εμβλήματα του κράτους και τα οικόσημα της Βασιλικής οικογένειας. Επίσης, οι σημαίες των ταγμάτων Πεζικού έφεραν τα εμβλήματα του κράτους, ενώ εκείνες του Πολεμικού Ναυτικού και των Φρουρίων έφεραν το Βασιλικό στέμμα, στο μέσο του σταυρού.
Στις 31 Μαΐου 1914, με ΒΔ (ΦΕΚ 175/30-6-1914, σ.σ. 933-936) καθορίστηκε, μεταξύ άλλων, η σημαία των Υπουργείων, Πρεσβειών, Δημόσιων και Δημοτικών καταστημάτων, η οποία ήταν όμοια με εκείνη των Φρουρίων. Επίσης, καθιερώθηκε η εμπορική ναυτική σημαία, η οποία ήταν πανομοιότυπη με την Εθνική, να αποτελεί τη μόνη επιτρεπόμενη σημαία που θα χρησιμοποιείται από τους ιδιώτες.
Στις 25 Μαρτίου 1924, η Δ΄ Συντακτική Συνέλευση αποφάσισε την έκπτωση της Βασιλικής δυναστείας και την ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Η πολιτειακή αλλαγή είχε αντίκτυπο και στην Εθνική Σημαία, από την οποία αφαιρέθηκαν τα Βασιλικά σύμβολα. Αργότερα, στις 10 Οκτωβρίου 1935, η Ε΄ Εθνική Συνέλευση, στο πλαίσιο της κατάργησης της «αβασιλεύτου Δημοκρατίας», επανέφερε τα Βασιλικά εμβλήματα στις σημαίες.
Η Επίσημη Εθνική Σημαία
Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974, εκδόθηκαν ο Νόμος 48/1975 (ΦΕΚ 108/7-6 1975, σ.σ. 617-618) και το Προεδρικό Διάταγμα 515/1975 (ΦΕΚ 170/13-8-1975, σ.1143), που καθόριζαν με λεπτομέρειες τις προδιαγραφές της σημαίας.
Η αναλογία πλάτους προς το μήκος της σημαίας είναι 2 προς 3. Ο κοντός είναι χρώματος λευκού και στην κεφαλή φέρει λευκή σφαίρα με σταυρό, όταν πρόκειται για σημαία στρατοπέδων, δημόσιων και δημοτικών αρχών κ.λπ. ή δίχως σταυρό για σημαία που επαίρεται από ιδιώτες, σε καταστήματα, γραφεία κ.λπ. Επίσης, καθορίστηκαν οκτώ μεγέθη σημαιών, πάλι ανάλογα με τη χρήση και τον προορισμό της κάθε μίας, και κυμαίνονται από 6,48х4,32 μ. μέχρι 0,27х0,18 μ.
Η Ιστορία της Ελληνικής Πολεμικής Σημαίας
Η πολεμική σημαία κατέχει ξεχωριστή θέση στη στρατιωτική ιστορία των λαών και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την τιμή και το γόητρο κάθε στρατιωτικού σώματος που δικαιούται να τη φέρει.
Από τη συγκρότηση των πρώτων Ελληνικών τακτικών στρατιωτικών σωμάτων απονεμήθηκαν γαλανόλευκες σημαίες, οι οποίες αποτέλεσαν κατά κάποιο τρόπο τις πρώτες επίσημες πολεμικές σημαίες. Παρόμοιες σημαίες δόθηκαν και σε φιλελληνικά σώματα, όπως στη Γερμανική Λεγεώνα ή διέθεταν δικές τους ξεχωριστές σημαίες, όπως εκείνη που είχε το ιππικό του Φαβιέρου.
Σημαντικός σταθμός για τις σημαίες των ταγμάτων Πεζικού και Ευζώνων ήταν τα διατάγματα της 9ης Απριλίου 1864 «Περί σημαιών» (ΦΕΚ 16/25-4-1864, σ. 85) και της 26ης Σεπτεμβρίου 1867 «Περί σημαίας των ταγμάτων του Πεζικού και των Ευζώνων» (ΦΕΚ 61/19-10-1867, σ. 700-701). Σύμφωνα με αυτά, οι σημαίες κατασκευάζονταν από κυανό μεταξωτό ύφασμα με χρυσά κρόσσια ολόγυρα, και έφεραν στο μέσο σταυρό από λευκό μεταξωτό ύφασμα, στο κέντρο του οποίου υπήρχε η μορφή του Αγίου Γεωργίου.
Στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων ορισμένες από τις πολεμικές σημαίες έφεραν κεντητές επιγραφές με τα ονόματα των μαχών στις οποίες έλαβαν μέρος οι μονάδες τους. Επί Βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄ εκδόθηκε ΒΔ «Περί των Σημαιών του Βασιλείου της Ελλάδος και άλλων διακριτικών σημάτων» (ΦΕΚ 175/30-6-1914), το οποίο καθόριζε, μεταξύ άλλων, όπως μόνο τα συντάγματα Πεζικού και Ευζώνων από τα στρατιωτικά σώματα να φέρουν πολεμική σημαία.
Η Πολεμική Σημαία Σήμερα
Το 1980, εξεδόθη το Προεδρικό Διάταγμα 348 (ΦΕΚ 98, τ.Α/17-4-1980, σ.1486), το οποίο καθορίζει με λεπτομέρειες τις προδιαγραφές για την κατασκευή των πολεμικών σημαιών του Στρατού Ξηράς, της Πολεμικής Αεροπορίας και - μέχρι το 1984 - του Σώματος της Χωροφυλακής. Σύμφωνα με το διάταγμα αυτό, η πολεμική σημαία αποτελείται από κυανό ορθογώνιο τετράγωνο ύφασμα, πλευράς ενός μέτρου, με λευκό σταυρό, στο μέσο του οποίου, και από τις δύο πλευρές, απεικονίζεται η μορφή του προστάτη Αγίου του κάθε Κλάδου.
Από τις μονάδες του Στρατού, της Αεροπορίας και του Ναυτικού απονέμεται πολεμική σημαία μόνο σ’ εκείνες στις οποίες ανατίθεται πολεμική αποστολή, απόρροια της οποίας είναι η εμπλοκή σε μάχη εξ επαφής με τον εχθρό. Το Συμβούλιο Αρχηγών Γενικών Επιτελείων (ΣΑΓΕ) καθορίζει τις μονάδες αυτές και η απονομή της πολεμικής σημαίας γίνεται με Προεδρικό Διάταγμα.
Στον Στρατό Ξηράς, πολεμική σημαία απονέμεται στις μονάδες ελιγμού, δηλαδή τις ταξιαρχίες Πεζικού και Τεθωρακισμένων, τα συντάγματα Πεζικού, Ευζώνων, Καταδρομών, Πεζοναυτών και Αλεξιπτωτιστών, τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (ΣΣΕ) και την Προεδρική Φρουρά. Ειδικά για το Όπλο του Πυροβολικού, αντί της πολεμικής σημαίας, τα πυροβόλα είναι η «σημαία» του Όπλου και γι’ αυτό δεν εγκαταλείπονται ποτέ στο πεδίο της μάχης.
Στην Πολεμική Αεροπορία, απονέμεται στις πτέρυγες και σμηναρχίες Μάχης, και στη Σχολή Ικάρων. Τέλος, όσον αφορά στο Πολεμικό Ναυτικό, πολεμική σημαία απονέμεται στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων (ΣΝΔ), στο Ναυτικό Άγημα και στα πολεμικά πλοία. Πολεμική σημαία έχει απονεμηθεί και στην Ελληνική Αστυνομία, και την οποία φέρει η Σχολή Αξιωματικών.
Το 1985, με την υπ. αριθ. Φ.463.11/362353/Σ.930/20-3-1985/ΓΕΕΘΑ (Στρατιωτικό Δελτίο Ν-Δ-Α αριθ. 5) απόφαση του Υπουργού Αναπληρωτού Εθνικής Άμυνας ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες για τα μεγέθη της Εθνικής Σημαίας και τις διαστάσεις της σφαίρας και του σταυρού, που επαίρονται από τις μονάδες και τις υπηρεσίες των Ενόπλων Δυνάμεων. Συγκεκριμένα, κάθε στρατόπεδο φέρει μία μόνο σημαία, ανεξάρτητα από τον αριθμό των μονάδων που είναι εγκατεστημένες, ενώ οι μονάδες που είναι εγκατεστημένες σε μεμονωμένα κτήρια, όπως π.χ. η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, μπορούν να φέρουν σημαία. Επίσης, για όλες τις μονάδες προβλέπεται σημαία θυέλλης σε ημέρες σφοδρών ανέμων.
Γενικές Διατάξεις περί Σημαίας
Η έπαρση της σημαίας τελείται κάθε μέρα στις 0800 και παραμένει στη θέση της μέχρι τη δύση του ηλίου. Στη διάρκεια των αθλητικών εκδηλώσεων παραμένει σ. έπαρση, ενώ στη διάρκεια εθνικού ή θρησκευτικού πένθους, οι σημαίες κυματίζουν μεσίστιες. Κατά τον εορτασμό εθνικών και τοπικών επετείων, ο σημαιοστολισμός διατηρείται και κατά τη νύχτα, εφόσον ο εορτασμός διαρκεί περισσότερες από μία ημέρες.
Κατά την έπαρση, υποστολή ή διέλευση της Εθνικής ή πολεμικής σημαίας με τη συνοδεία τιμητικής φρουράς, όλοι οφείλουν να στραφούν προς το μέρος της, να λάβουν τη στάση προσοχής και να αποδώσουν τον απαιτούμενο χαιρετισμό μέχρι την ολοκλήρωσή της. Ειδικά, για το στρατιωτικό προσωπικό, οφείλει να αποδώσει τον δέοντα σεβασμό και χαιρετισμό, σύμφωνα με τα άρθρα 16 (§11-16, σ. 20) και 18 (§2α, σ. 23) του Στρατιωτικού Κανονισμού (ΣΚ 20-1), ενώ λαμβάνεται ως σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα (άρθρο 63, §2γ(6), ΣΚ 20-1, σ. 61) η μη απονομή του οφειλόμενου χαιρετισμού στη σημαία και στα θρησκευτικά σύμβολα.
Η Εθνική Σημαία απαγορεύεται να φέρει διακριτικά οργανώσεων, σωματείων, ιδρυμάτων κ.λπ. ή οποιαδήποτε άλλη παράσταση που αλλοιώνει το σχήμα της. Απαγορεύεται η χρησιμοποίησή της ως αντιπροσωπευτικό σύμβολο διαφόρων οργανώσεων, σωματείων και συλλόγων. Απαγορεύεται να ακουμπάει στο έδαφος και να αναρτάται σε εξώστες και παράθυρα χωρίς κοντό.
Η πολιτεία έχει θεσπίσει νόμους και διατάξεις που προβλέπουν την τιμωρία για τους παραβάτες. Σύμφωνα με το άρθρο 8 του Νόμου 851/1978, οι παραβάτες τιμωρούνται με κράτηση δύο (2) μηνών ή επιβολή προστίμου ή και τα δύο, εφόσον με άλλες διατάξεις δεν προβλέπεται βαρύτερη ποινή.
Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 181 του Ποινικού Κώδικα, όποιος αφαιρεί, καταστρέφει, παραμορφώνει ή ρυπαίνει την Εθνική Σημαία ή έμβλημα της κυριαρχίας του Ελληνικού κράτους τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών, και με το άρθρο 155 προβλέπεται φυλάκιση μέχρι έξι (6) μηνών ή χρηματικό πρόστιμο όσων προσβάλλουν, καταστρέφουν ή ρυπαίνουν σημαίες και εμβλήματα ξένων κρατών που έχουν αναγνωριστεί επίσημα από την Ελλάδα και τελούν σε ειρήνη. Η δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από αίτηση της ξένης κυβέρνησης.
Το έμβλημα (εθνόσημο) της Ελληνικής Δημοκρατίας αποτελείται από ένα κυανό θυρεό που σχηματίζει μία αιχμή στο μέσο της κάτω πλευράς του. Στη μέση ο θυρεός φέρει έναν λευκό σταυρό ο οποίος περιβάλλεται εξ ολοκλήρου από δύο κλαδιά δάφνης. Το εθνόσημο ζωγραφίζεται ή υφαίνεται, κυρίως πάνω στα πηλίκια, στις στολές ή στα κουμπιά των στρατιωτικών, των οργάνων των σωμάτων ασφαλείας κλπ.
Το Ελληνικό “εθνικό σημείο” προβλέφθηκε από το Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος (Σύνταγμα της Επιδαύρου της 1ης Ιανουαρίου 1822) και καθορίστηκε με διάταγμα στις 15 Μαρτίου του ίδιου έτους. Τα γνωρίσματά του ήταν το κυανό και λευκό χρώμα και το κυκλικό σχήμα. Το Ελληνικό εθνόσημο υπέστη πολλές, μέχρι σήμερα, μεταβολές στο σχήμα και στις παραστάσεις μετά την πρώτη καθιέρωσή του, κυρίως εξαιτίας των πολιτειακών μεταβολών.
Το πρώτο Ελληνικό εθνόσημο έφερε έμβλημα την Αθηνά και την κουκουβάγια και μετά την άφιξη του Καποδίστρια προσετέθη και ο φοίνικας σαν σύμβολο αναγέννησης. Κατά τη διάρκεια της Βασιλείας του Όθωνα, το Βασιλικό έμβλημα, με τα δυο στεφανωμένα λιοντάρια που κρατούσαν το θυρεό με το Βασιλικό στέμμα, έγινε το εθνόσημο του κράτους.
Το Βαυαρικό έμβλημα αντικαταστάθηκε από το Δανικό μετά την άφιξη του Γεωργίου του Α΄. Μετά την ανακήρυξη της δημοκρατίας το 1924 το εθνόσημο είχε απλή μορφή λευκού σταυρού πάνω σε γαλάζιο πλαίσιο. Το Δανικό έμβλημα επανήλθε με την επαναφορά της Βασιλείας μέχρι το 1967.
Επίλογος
Χρέος του καθενός από εμάς είναι να γνωρίζουμε τι γιορτάζουμε, τι τιμούμε και γιατί, κάθε φορά που η γαλανόλευκη επαίρεται ή παρελαύνει επίσημα. Η θυσία του νεαρού Κύπριου Σολωμού Σολωμού για να δει τη σημαία της πατρίδας του να κυματίζει και πάλι στο κατεχόμενο από τον Αττίλα Κυπριακό έδαφος αποτελεί έμπνευση για όλους εκείνους που επιλέγουν να βαδίσουν στα χνάρια του και αγωνίζονται να διατηρήσουν τις αξίες και τα ιδανικά που γέννησε αυτός ο τόπος.
Βιώνουμε μία εποχή στην οποία οι ισορροπίες και οι ανακατατάξεις διαδέχονται η μία την άλλη με ταχύτατους και απροσδιόριστους ρυθμούς. Μέσα σ. έναν κυκεώνα προκλήσεων και ανατροπών, ελάχιστες αξίες και θεσμοί, σύμβολα και ιδέες παραμένουν χωρίς να αλλοιωθούν. Σ’ αυτά ανήκει και η σημαία, η οποία κατέχει, μαζί με τη θρησκευτική πίστη, ξεχωριστή θέση στην ιστορία, στη ψυχή και την ύπαρξη κάθε λαού.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
ΠΗΓΕΣ :
(1) :
http://www.geetha.mil.gr/media/21noe/shmaia.pdf
(2) :
http://www.army.gr/files/File/ENDIAFERONTA_ARTHRA/ENDIF_ARTHRA_SHMAIA(1).pdf
(3) :
http://www.presidency.gr/?page_id=150