(ENGLISH - GREEK TEXT)
Archaeological Museum of Thessaloniki, Macedonia, the Heart of Greece.
Ελληνιστική περίοδος, 330 - 320 π.Χ. - Δερβένι, τάφος Β΄- ύψος: 0,91 μ.
Hellenistic, 330-320 BC, Derveni, tomb B, Height 0.91 m.
The Derveni krater is a volute krater, the most elaborate of its type, discovered in 1962 in a tomb at Derveni, not far from Thessaloniki, and displayed at the Archaeological Museum of Thessaloniki. Weighing 40 kg, it is made of an alloy of bronze and tin in skillfully chosen amounts, which endows it with a superb golden sheen without use of any gold at all.
The iconography of the krater is devoted to Dionysus, whose youthful image—naked—is central, like an icon, and larger than any other figure in the frieze. The gesture of his right arm over his head—when used in the representation of a deity—indicates the moment of divine epiphany. But this is also a marriage. In a rare and provocative gesture, the god’s right leg is slung into the lap of his bride Ariadne, a mortal woman, not a goddess.
The tenth figure in the Derveni krater frieze, under the handle opposite the deer-carrying maenads, is a bearded male figure dressed and armed as a hunter. In contrast to those of the maenads, the hunter’s face is expressive. His open mouth suggests he is shouting or crying out.
On the side B, maenads dance in Dionysian ecstasy. The woman on the right—who has thrown off her clothes—begins to collapse with fatigue into the lap of a seated maenad. The highly significant nudity indicates the altered consciousness also expressed by the gestures of the raised arms as the women touch the backs of their heads. To the left stands a Silenus, tense and erect, his glance emphatically focused. He balances a hunting stick at the small of his back lightly between the fingers of his right hand, and gestures with his left hand towards the dancers. The image of a Silenus or satyr so intensely involved in the maenads’ mania is highly unusual. He is both a participant, and an envoy of Dionysos, instilling the spell that moves the women to excess.
The maenad with the human baby flung over her shoulder with less than gentle care suggests potential violence to the child. The image recalls the myths of a royal baby’s murder by his own mother and aunts driven mad by Dionysus in retribution for their refusal to join in revelry with his female followers.
Like the maenad with the baby, the image of the two maenads proceeding in opposite directions holding a young deer between them is a symbol that foreshadows the bloody revenge of a repudiated Dionysus.
The daughters of King Proteus of Tiryns ate their own offspring in their Dionysos-induced madness, and the three daughters of Minyas left their looms and jointly slaughtered one of their sons by tearing him apart. An identical figure appears as early as the end of the fifth-century BC on a pyxis lid painted in the manner of the Meidias Painter. In its iconographic context on the krater, the daughters of Minyas may be an appropriate identification because of the way the baby Hippasos was murdered.
--------------------
The krater was discovered buried, as a funerary urn for a Thessalian aristocrat whose name is engraved on the vase: Astiouneios, son of Anaxagoras, from Larissa. Kraters (mixing bowls) were vessels used for mixing undiluted wine with water and probably various spices as well, the drink then being ladled out to fellow banqueters at ritual or festive celebrations. When excavated, the Derveni krater contained 1968.31 g of burnt bones that belonged to a man aged 35–50 and to a younger woman.
The vase is composed of two leaves of metal which were hammered then joined, although the handles and the volutes (scrolls) were cast and attached. The top part of the krater is decorated with motifs both ornamental (gadroons, palm leaves, acanthus, garlands) and figurative: the top of the neck presents a frieze of animals and most of all, four statuettes ( two maenads, Dionysus and a sleeping satyre) are casually seated on the shoulders of the vase, in a pose foreshadowing that of the Barberini Faun. On the belly, the frieze in low relief, 32.6 cm tall, is devoted to the divinities Ariadne and Dionysus, surrounded by revelling satyrs and maenads of the Bacchic thiasos, or ecstatic retinue. There is also a warrior wearing only one sandal, whose identity is disputed: Pentheus, Lycurgus of Thrace, or perhaps the "one-sandalled" Jason of Argonaut fame.
The exact date and place of making are disputed. Based on the dialectal forms used in the inscription, some commentators think it was fabricated in Thessaly at the time of the revolt of the Aleuadae, around 350 BC. Others date it between 330 and 320 BC and credit it to bronzesmiths of the royal court of Philip II of Macedon.
The funerary inscription on the krater reads: ΑΣΤΙΟΥΝΕΙΟΣ ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΙΟΙ ΕΣ ΛΑΡΙΣΑΣ
The inscription is in the Thessalian variant of the Aeolian dialect: Ἀστιούνειος Ἀναξαγοραίοι ἐς Λαρίσας (Astioúneios Anaxagoraīoi es Larísas), "Astiouneios, son of Anaxagoras, from Larisa.[3] If transcribed in Attic, the inscription would read: Ἀστίων Ἀναξαγόρου ἐκ Λαρίσης (Astíōn Anaxagórou ek Larísēs).
---------------------
Κρατήρας του Δερβενίου
Το σπουδαιότερο εύρημα του νεκροταφείου του Δερβενίου είναι ο περίφημος χάλκινος κρατήρας, που είχε χρησιμοποιηθεί ως οστεοδόχο σκεύος. Το αριστουργηματικό και μοναδικό στο είδος του έργο σώζεται ακέραιο και το χρυσό του χρώμα οφείλεται στη μεγάλη περιεκτικότητα κασσίτερου στο κράμα του χαλκού. Ο κρατήρας είναι κατασκευασμένος με δύο τεχνικές: χύτευση για το χείλος, τις λαβές και τα προσωπεία τους, τη βάση, και τα αγαλμάτια των ώμων, και σφυρηλάτηση για τις ανάγλυφες μορφές της κοιλιάς και του λαιμού. Το σώμα του αγγείου ως το λαιμό κατασκευάσθηκε από ένα έλασμα, ενώ από ένα δεύτερο το άνω τμήμα του λαιμού. Το στόμιο του αγγείου σκεπάζεται με διάτρητο κοίλο κάλυμμα, που χρησίμευε ως σουρωτήρι για το κρασί. Από την πλούσια διακόσμηση του κρατήρα ξεχωρίζει ο λιτός διάκοσμος του ώμου με γλωσσωτό κόσμημα και του χείλους με ιωνικό και λέσβιο κυμάτιο. Το θέμα της κύριας παράστασης αντλείται από το διονυσιακό κύκλο. Κεντρικές μορφές είναι ο Διόνυσος με την Αριάδνη. Ο γυμνός νεαρός θεός ακουμπά σε βράχο ανέμελος, έχει το δεξί χέρι ακουμπισμένο πάνω στο κεφάλι του, το δεξί του πόδι πάνω στα πόδια της Αριάδνης, ενώ συνοδεύεται από ένα πάνθηρα. Δίπλα του κάθεται η όμορφη Αριάδνη, που φοράει καλύπτρα στο κεφάλι και χειριδωτό χιτώνα, και με μια κίνηση του δεξιού της χεριού γεμάτη χάρη, πιάνοντας την καλύπτρα, ετοιμάζεται να αποκαλυφθεί στο σύντροφό της. Σε αντίθεση με την ηρεμία και γαλήνη των κεντρικών μορφών έρχεται ο οργιαστικός χορός των μαινάδων, που πλαισιώνουν το ιερό ζεύγος. Εκστατικό πάθος έχει κυριεύσει τις μαινάδες, το οποίο εκφράζεται με έντονες κινήσεις, με ρούχα που ανεμίζουν, αφήνοντας να διαφανεί κάτω από αυτά η ανατομία του σώματος. Το χορό παρακολουθεί σειλινός με τελείως εξανθρωπισμένη μορφή, ανακατωμένα μαλλιά, γενειάδα, και δέρμα ζώου δεμένο στο λαιμό του. Στέκεται στις άκρες των δακτύλων και έχει σηκωμένο το ένα χέρι σαν να καθοδηγεί τον όλο χορό. Στο άλλο χέρι, πίσω από την πλάτη του, κρατά θυρσό. Αινιγματική είναι η άλλη ανδρική γενειοφόρος μορφή. Πρόκειται για έναν «μονοσάνδαλο» άνδρα που προχωρά σε έντονο βηματισμό. Φορά χλαμύδα και ιμάτιο, από τον ώμο κρέμεται σπαθί στη θήκη του, στο αριστερό κρατά άλλο εγχειρίδιο, ενώ στο δεξί κρατούσε δύο δόρατα. Πρόκειται ίσως για την απεικόνιση του Πενθέα ή του βασιλιά της Υράκης Λυκούργου, που λόγω της ανάρμοστης συμπεριφοράς του προς το Διόνυσο καταλήφθηκε από μανία.
Τα αγαλματίδια, που κάθονται στους ώμους του αγγείου, ανήκουν στα αριστουργήματα της αρχαίας χαλκοπλαστικής. Η στάση τους προσαρμόζεται στις καμπυλώσεις του κρατήρα. Στη μια πλευρά παρουσιάζεται και πάλι ο νεαρός Διόνυσος, που αρχικά κρατούσε θύρσο, στρέφεται προς την μαινάδα δείχνοντας την με το χέρι του, η οποία κάθεται στην απέναντι μεριά και γέρνει το κεφάλι στο στέρνο. Στην άλλη πλευρά εμφανίζονται ένας αποκοιμισμένος σειλινός με ασκό στο χέρι και μια εκστασιασμένη μαινάδα. Ο λαιμός του αγγείου χωρίζεται σε δυο ζώνες. Η κάτω ζώνη κοσμείται με γιρλάνδα και κισσόφυλλα, ενώ στην πάνω ζώνη παρατάσσονται δώδεκα ανάγλυφα ζώα. Πάνω από το χείλος υπάρχουν φίδια. Οι έλικες των λαβών κοσμούνται από τέσσερις προτομές: στη μια πλευρά από τις προτομές του Ηρακλή και ενός γενειοφόρου θεού με κέρατα, στην άλλη από την προτομή του Άδη. Κάτω από την κύρια σκηνή του σώματος εμφανίζονται ζεύγη γρυπών και λέοντας με πάνθηρα που σπαράσσουν μικρό ελάφι και μοσχάρι.
Ο κρατήρας αποτελεί πιθανόν μακεδονικό έργο, αριστούργημα κάποιου Μακεδόνα καλλιτέχνη εξοικιωμένου με την αττική τέχνη. Επιγραφή με αργυρά γράμματα στο χείλος του αγγείου δηλώνει τον κάτοχό του: ΑΣΤΙΟΥΝΕΙΟΣ ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΙΟΙ ΕΣ ΛΑΡΙΣΑΣ. Η παρουσία ενός Θεσσαλού στη Μακεδονία συμπίπτει με ένα ιστορικό γεγονός: το 344 π.Χ. ο Φίλιππος Β΄ πήρε όμηρους από την αριστοκρατική οικογένεια των Αλευάδων, ύστερα από την αποτυχημένη απόπειρά τους να αποτινάξουν τη μακεδονική κυριαρχία.
Επιγραφή: ΑΣΤΙΟΥΝΕΙΟΣ ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΙΟΙ ΕΣ ΛΑΡΙΣΑΣ