O Σίβα είναι ο Σαννυάσιν – αρχέτυπο της Ινδίας. Είναι η
προσωποποίηση της Σαννυάσα. Αποκαλείται Τυαγκεσουάρα – κύριος αυτών που έχουν
απαρνηθεί τα εγκόσμια, δηλαδή των Σαννυάσινς, επίσης αποκαλείται και
Γιογκεσουάρα – κύριος των Γιόγκις.
Η Σανσκριτική λέξη Σαμνυάσα αποτελείται από δύο άλλες λέξεις: σαμ – τέλειος και
νυάσα – παραμερισμός, εγκατάλειψη, παράδοση. Έτσι, Σαμνυάσα σημαίνει ‘’τέλεια
παράδοση, απάρνηση’’. Το ιδανικό της Πραγματικότητας της Σαννυάσα είναι η
εσωτερική απάρνηση των καρπών όλων των πράξεων, όλων των τελετουργιών και
προσκολλήσεων στον κόσμο γενικά.
Από το βιβλίο Σαννυάσα Τάντρα του Παραμαχάμσα Σατυανάντα Σαρασουάτι
ΣΙΒΑ Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΤΗΣ ΙΝΔΙΑΣ
του Δημήτρη Βασιλειάδη
Ο θεός Σίβα αποτελεί το τρίτο πρόσωπο της τριάδας των
μεγάλων θεών του Ινδουιστικού πάνθεου - Brahma, Vishnu και Shiva, που
αντιπροσωπεύουν τις δυνάμεις της δημιουργίας, συντήρησης και καταστροφής του
κόσμου αντίστοιχα. Ο Σίβα αντιπροσωπεύει κυρίως το στοιχείο της καταστροφής,
αλλά οι δυνάμεις και ιδιότητές του είναι πολύ περισσότερες και πολυδιάστατες.
Σαν Mahakala (μεγάλος χρόνος) είναι η μεγάλη δύναμη του χρόνου που καταστρέφει
και διαλύει τα πάντα. Η καταστροφή όμως του παλιού αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση
για την αναδημιουργία και για τον λόγο αυτό ο Σίβα λατρεύεται κυρίως με την
μορφή του φαλλού (lingam), το αρσενικό σύμβολο της αναπαραγωγής που το
βρίσκουμε συνήθως τοποθετημένο πάνω
στο θηλυκό όργανο (yioni).
Το αρχέτυπο του θεού της καταστροφής το συναντάμε στους
Βεδικούς ύμνους όπου είναι γνωστός με το όνομα Rudra. Η μορφή και τα
χαρακτηριστικά του όμως, όπως και των περισσότερων βεδικών θεών, δεν είναι
ξεκάθαρη. Μερικές φορές ταυτίζεται με τον Agni, τον θεό της φωτιάς, και οι
Maruts, οι θεοί των καταιγίδων, παρουσιάζονται σαν γιοι του. Ο Ρούντρα είναι ο
θεός των ύμνων και των θυσιών, φωτεινός σαν τον ήλιο, ο καλύτερος και ο πιο
πλουσιοπάροχος. Θεραπεύει αρρώστιες, χαρίζει οικογενειακή ευημερία και αγαθά,
όπως άλογα, βουβάλια, και καλές σοδιές και προστατεύει τους οπαδούς του
κρατώντας μακριά τις συμφορές. Από την άλλη πλευρά όμως, παρουσιάζεται μ’ ένα
διαφορετικό πρόσωπο: σκοτεινός, μαύρος, καταστροφικός, τρομακτικός. Άγριος σαν
θεριό κρατά στα χέρια του κεραυνούς βέλη και τόξα και οι Βραχμάνοι ιερείς τον
εκλιπαρούν να παραμείνει μακριά από τον τόπο τους και να μην καταστρέψει την
ανθρωπότητα.
Η αρχέγονη μορφή του θεού Σίβα σαν προστάτη των ζώων
(Pashupati) εντοπίζεται για πρώτη φορά σε μια ανάγλυφη σφραγίδα που
ανακαλύφθηκε στα ερείπια της προϊστορικής πόλης τουMohenjo-daro (4000-2000
π.Χ.). Στην σφραγίδα η πολυπρόσωπη θεότητα κάθεται σε γιόγκικη στάση διαλογισμού
με ανασηκωμένο φαλλό και φορά κέρατα ενώ γύρω του βρίσκονται τέσσερα ζώα –
ελέφαντας, τίγρης, ρινόκερος και ταύρος. Οι παραπάνω συμβολισμοί και περιγραφές
μας επιτρέπουν να υποθέσουμε εκ του ασφαλούς ότι ο χαρακτήρας του Σίβα ως
μέγιστος θεός του Ινδουισμού διαμορφώθηκε ύστερα από το πάντρεμα της βεδικής
θρησκείας με τα πιστεύω και τις προκαταλήψεις των αυτοχθόνων Ινδών.
Στα φιλοσοφικά κείμενα των Ουπανισάδ, ο Σίβα εξυψώνεται
ακόμη περισσότερο και ταυτίζεται με τον υπέρτατο θεό που κυβερνά όλους τους κόσμους.
Η παρουσία του είναι χωρίς αρχή, μέση και τέλος, μοναδικός, εξαίσιος, ευοίωνος,
γαλήνιος, ακατάστρεπτος, αυθύπαρκτος, η αναπνοή και το πνεύμα που διαχέει τα
πάντα. Όλα τα όντα ζουν μέσα του και ενώνονται μ’ αυτόν. Ο Σίβα είναι η αιώνια συνείδηση, το κάθε τι
που υπήρξε και το κάθε τι που θα υπάρξει. Είναι ο απελευθερωτής από την πλάνη
του κόσμου και τα δεσμά του χρόνου. Με τη χάρη του ο άνθρωπος αναζητά την
μονιστική γνώση και βιώνει την ενότητα του υποκειμενικού εαυτού (Atman) και του
αντικειμένου κόσμου (Brahman) που απελευθερώνει από τα δεσμά του θανάτου και
της επαναγέννησης. Η άμεση και διαισθητική συνειδητοποίησή του θεού αποτελεί το
μοναδικό δρόμο για την απόλυτη ελευθερία (Moksha).
Στα μεγάλα ινδικά έπη της Ramayana και της Mahabharata, την
ανώτερη θέση στο ινδικό πάνθεο καταλαμβάνουν ενσαρκώσεις του θεού Βίσνου, ο
Ράμα και ο Κρίσνα αντίστοιχα. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των οπαδών του Βίσνου
(Vaishnavas) και του Σίβα (Shaivas), οδήγησε στο απόμακρο παρελθόν και σε
αιματηρές διαθρησκευτικές διαμάχες, καθώς οι δυο πλευρές προσπαθούσαν να
καθιερώσουν και να επιβάλουν την ανωτερότητα του θεού τους. Στις γραφές όμως
υπάρχουν αρκετά αποσπάσματα που προπαγανδίζουν την φιλική συνύπαρξη και την
ταύτιση των δυο θεών. Όπως τονίζει η Harivamsha, «δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ
του Σίβα που υπάρχει με την μορφή του Βίσνου και του Βίσνου που υπάρχει με την
μορφή του Σίβα».
Την λατρεία των δύο μεγάλων θεών της Ινδίας παρατήρησε και ο
Μεγασθένης (αρχές του τρίτου αιώνα π.Χ.), που υπηρέτησε ως πρέσβης του Βασιλιά
Σέλευκου Νικάτωρ στα ανάκτορα του Αυτοκράτορα Candragupta Mauryan (γνωστού στην
ελληνική λογοτεχνία με το όνομα Σανδρόκοττος). Σύμφωνα με τα Ινδικά του
Μεγασθένη, οι Ινδοί που ζούσαν στα βουνά λάτρευαν τον Διόνυσο (Σίβα) και αυτοί
που κατοικούσαν στις πεδιάδες τον Ηρακλή
(Κρίσνα). Οι φιλόσοφοι των βουνών, υποστήριζαν ότι ο Διόνυσος είχε έρθει
ανάμεσα τους, φέρνοντας τις άγριες κληματαριές, που πίστευαν ότι φυτρώνουν μόνο
στην χώρα τους, τον κισσό, την δάφνη, την μυρτιά, και άλλα αειθαλή. Ακόμη,
ακολουθούσαν ορισμένες συνήθειες που ήταν Βακχικές. Ντυνόντουσαν με ύφασμα,
φορούσαν τουρμπάνια, χρησιμοποιούσαν αρώματα, και στόλιζαν τους εαυτούς τους με
ρούχα βαμμένα με φωτεινά χρώματα. Μουσικοί με τύμπανα και κουδούνια
προϋπαντούσαν τους βασιλείς πριν από την εμφάνιση τους στο λαό.
Ο Μεγασθένης κατέγραψε ακόμη ότι οι άνθρωποι με την
μεγαλύτερη μόρφωση στην Ινδία διηγιόντουσαν στην εποχή του ότι την εποχή που οι
άνθρωποι της χώρας ζούσαν ακόμη σε χωριά, ο Διόνυσος έκανε την εμφάνισή του σε
περιοχές που βρίσκονται στην Δύση. Όταν ο Διόνυσος έφθασε στην Ινδία έκτισε
πόλεις, έδωσε νόμους, και πρόσφερε κρασί και δίδαξε στους Ινδούς πως να
καλλιεργούν τη γη. Αυτός πρώτος έζεψε τα βουβάλια στο όργωμα και έκανε τους
περισσότερους Ινδούς γεωργούς αντί για νομάδες. Αυτός τους εξόπλισε με τα όπλα
του πολέμου. Ο Διόνυσος τους έμαθε να λατρεύουν διάφορους θεούς, αλλά ιδιαίτερα
τον εαυτό του, με την κρούση των κυμβάλων και το κτύπημα των τύμπανων. Αυτός
δίδαξε στους Ινδούς να χορεύουν σε σατυρικό στυλ (τον χορό που ονομαζόταν ‘κόρδαξ’
ανάμεσα στους Έλληνες), τους έδειξε πως να διατηρούν τα μαλλιά τους μακριά προς
τιμή του θεού με την κωνική κούπα και πως να χρησιμοποιούν αλοιφές. Αφού έθεσε
τα πάντα σε τάξη, ο Διόνυσος διόρισε τον Σπατέμπα βασιλιά και έφυγε από την
Ινδία. Σχετικά με την χρονολογία της άφιξης του Έλληνα θεού στην Ινδία, ο
Μεγασθένης μας πληροφορεί ότι μεταξύ της βασιλείας του Διόνυσου και αυτής του
Candragupta πέρασαν εκατόν πενήντα τρεις βασιλείς που διοίκησαν για έξι
χιλιάδες και σαράντα δυο χρόνια. Ο Julius Solinus μετρά 6,451 χρόνια από τον
Πατέρα Βάκχο μέχρι τον Αλέξανδρο.
Στις προ-Αλεξανδρινές πηγές, ο θεός Διόνυσος έχει ήδη
συσχετισθεί με το Βουνό Νύσα και την Βάκτρια αλλά οι εκστρατείες του στην Ινδία
δεν έχουν καταγραφεί. Σύμφωνα με τον Ευριπίδη (που έζησε ένα αιώνα πριν από τον
Αλέξανδρο), ο Διόνυσος ανέπτυξε τον πολιτισμό, έδωσε νόμους, και αγάπησε την
ειρήνη αλλά και έκανε εκστρατείες και κατέκτησε ολόκληρη την Ασία. Στην έναρξη
του δράματός του, Βάκχαι, ο δραματικός ποιητής περιγράφει την επιστροφή του
Διόνυσου από την Ασία, αναφέροντας διάφορες χώρες συμπεριλαμβανομένης και της
Βάκτριας, αλλά όχι την Ινδία.
Πληροφορίες για την προϊστορική συσχέτιση των Ελλήνων με την
βορειοδυτική Ινδία συναντάμε στην Mahabharata και τις Puranas, όπου οι Ίωνες
(Yavanas στα σανσκριτικά) θεωρούνται απόγονοι του βεδικού Βασιλιά Turvasha, που
αναφέρεται συχνά στoυς ύμνους της Rig Veda και χρονολογούνται πίσω στην δεύτερη
χιλιετηρίδα π.Χ. Επίσης στα έπη και τη μεταγενέστερη ινδική λογοτεχνία,
συναντάμε ορισμένες αναφορές που περιγράφουν τους Yavanas ως Άριους που έχασαν
την κοινωνική τους υπόσταση και ως ανθρώπους που μπορούσαν να σπουδάσουν τις
Βέδες στο παρελθόν.
Οι παραπάνω αναφορές δίδουν βάση στην υπόθεση της ύπαρξης
Ιωνικών αποικιών στη Βάκτρια και Βόριο-δυτική Ινδία, αλλά οι ιστορίες της
εκστρατείας του Διόνυσου και του Ηρακλή στην Ινδία προπαγανδίσθηκαν κυρίως
στους χρόνους του Αλεξάνδρου και την μετα-Αλεξανδρινή εποχή. Οι ελληνιστές
συγγραφείς γοητευμένοι από τις ομοιότητες που συνάντησαν μεταξύ των ινδικών και
ελληνικών θεοτήτων ταύτισαν τις δυο κύριες τοπικές θεότητες, Σίβα και Κρίσνα,
με τον Διόνυσο και τον Ηρακλή αντίστοιχα. Οι ομοιότητες μεταξύ του Έλληνα και
του Ινδού θεού της έκστασης και της ελευθερίας έχουν γίνει αντικείμενο εκτενούς
σύγκρισης από λόγιους και μελετητές καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορίας.
Με την πάροδο του χρόνου ο Σίβα καθιερώνεται ως ο μέγιστος
θεός (mahadeva ή mahesa) κυρίως ανάμεσα στις χαμηλές κοινωνικές τάξεις που
έχουν αποκλειστεί από την συμμετοχή τους στη Βραχμανική θρησκεία. Ο μέγιστος
δάσκαλος και κύριος όλων των δυνάμεων που διέπουν το σύμπαν (vishvanatha)
απαρνείται κάθε κοσμική εξουσία και εμφανίζεται με το σώμα ενός ζητιάνου ασκητή (mahayogi). Γυμνός και
πασαλειμμένος με στάχτες που περισυλλέχθηκαν από τις καύσεις των νεκρών,
γίνεται το σύμβολο της τέλειας απάρνησης για όλους τους ασκητές που αναζητούν
την απελευθέρωση από τα δεσμά του σώματος και την ένωσή τους με την αιωνιότητα.
Ο μεγάλος θεός απεικονίζεται καθισμένος σε γιογκική στάση διαλογισμού, γαλήνιος
και ντυμένος με δέρμα τίγρης, ελαφιού ή ελέφαντα. Μέσα από τα μπερδεμένα μαλλιά
του (jatadhahara) που στολίζονται από μια λεπτή φέτα φεγγαριού
(candrashekhara), αναβλύζει η θεά Γάγγης (gangadhara). Ο λαιμός του
περιτυλίγεται από φίδια και περιδαίλεα φτιαγμένα από νεκροκεφαλές
(kapalamalin). Εκστασιασμένος, από την χρήση ψυχοτροπικών ουσιών και τους
κοσμικούς ήχους που εκπέμπουν τα κύμβαλά του, χορεύει τον τρομακτικό χορό που
είναι γνωστός ως tandava. Στα χέρια του κρατάει τρίαινα (trishula), το σύμβολο
των τριών στοιχείων (gunas) της ύλης
(prakriti). Ταξιδεύει καβάλα σε ταύρο (nadi) και όταν βλέπουμε το άγαλμα
του ταύρου στην είσοδο κάποιου ναού καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για ναό του
Σίβα.
Ο χαρακτήρας του τρομακτικού θεού εμπλουτίζεται συνεχώς με
νέες δυνάμεις και ιδιότητες που περιγράφονται παραστατικά από τα 1008 επίθετα
που του αποδίδει η ινδική υμνολογία. Σαν Nataraja είναι ο κοσμικός χορευτής που
αυθόρμητα και μέσα από την ίδια του την ευδαιμονία θέτει σε κίνηση ολόκληρο το
σύμπαν κατά τον ίδιο τρόπο που ο χορευτής κινεί το σώμα του. Σαν Nilakantha
έχει γαλάζιο λαιμό από το τρομακτικό
δηλητήριο που κατάπιε για να σώσει την ανθρωπότητα. Σαν Bhutanatha (ή
Bhuteshvara) βρίσκει ευχαρίστηση περιπλανώμενος στους χώρους καύσης των νεκρών
ακολουθούμενος από πλήθος φαντασμάτων.
Σαν Mrityunjaya θεραπεύει τις αρρώστιες και νικά τον θάνατο χαρίζοντας
αιωνιότητα. Σαν Pancanana έχει πέντε κεφάλια ένα προς κάθε κατεύθυνση και ένα
που κοιτάζει προς τα πάνω συμβολίζοντας την πανταχού παρούσα παρουσία του και
την υπερβατικότητά του. Σαν Ardhanareshara, μισός άνδρας - μισός γυναίκα,
συμβολίζει την απόλυτη ένωση της
υπέρτατης γνώσης (Σίβα) και της κοσμικής δύναμης (Σάκτι). Σαν Trilocana ή
Trayambaka, έχει τρία μάτια συμπεριλαμβανομένου και αυτού της διαίσθησης με το
οποίο κατακαίγει τον θεό του έρωτα, Κama όταν ο τελευταίος επιχειρεί να
εμποτίσει τον έρωτα στη σύζυγό του, Parvati για να διαταράξει τον διαλογισμό
του. Αντίθετα με τους άλλους ινδικούς θεούς, ο Σίβα παραμένει μονογαμικός και
έχει δυο γιους, τον ελεφαντοπρόσωπο Ganesha που απομακρύνει όλα τα εμπόδια και
τον θεό του πολέμου,Kartikkaya ή Skanda που γεννήθηκε χωρίς μητέρα.
Η ασκητική κατοικία του θεού Σίβα βρίσκεται στις χιονισμένες
βουνοκορυφές του όρους Kailasa στο Νότιο Θιβέτ. Η αγαπημένη του πόλη είναι το
ιερό Μπεναρές, όπου τον λατρεύουν χιλιάδες ασκητές, μουσικοί και λόγιοι
(pandits) με πλήρη αφοσίωση στην πνευματική άσκηση, την καλλιέργεια των τεχνών
και τη μελέτη των ιερών γραφών. Ο απλός
κόσμος και εκατομμύρια προσκυνητών τον λατρεύουν στις χιλιάδες των μικρών και μεγάλων
ναών που βρίσκονται διάσπαρτοι παντού στην πόλη. Το σημαντικότερο κέντρο
λατρείας του είναι ο χρυσός ναός, όπου βρίσκεται ο αρχέγονος φωτεινός φαλλός
(jyotirlingam) του. Οι ινδουιστές πιστεύουν ότι ο θεός Σίβα χαρίζει
απελευθέρωση από τον κύκλο της μετεμψύχωσης σ’ όλους όσους πεθαίνουν στη πόλη
του και για τον λόγο αυτό η παρουσία του είναι ιδιαίτερα αισθητή στις αποβάθρες
του Γάγγη που καίγονται ασταμάτητα πτώματα νεκρών απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη
της Ινδίας.
Τις ώρες της προσευχής με την ανατολή και την δύση του
ήλιου, οι Βραχμάνοι ιερείς, οι μοναχοί (sadhus), και οι λαϊκοί πιστοί
μαζεύονται σε μοναστήρια, σε ναούς και στις όχθες του Γάγγη για να λατρεύσουν
τον Σίβα, τη θεά Γάγγη και το ιερό
Μπεναρές (Κασί στα σανσκριτικά). Με την δύναμη των μεγαφώνων οι ύμνοι και οι κτύποι των καμπάνων και των
τυμπάνων που τους συνοδεύουν γίνονται ακουστοί σ’ όλη την πόλη. Οι πιστοί, μετά
από το πρωινό μπάνιο εξιλέωσης στον Γάγγη, κουβαλούν σε μικρά βάζα νερό από τον
Γάγγη και λουλούδια για να τα προσφέρουν στα lingam που βρίσκονται διάσπαρτα
κάτω από τα ιερά δέντρα και σε κάθε γωνιά της πόλης. Ιδιαίτερη θέση στην
λατρεία του Σίβα έχει η ημέρα της Δευτέρας που είναι αφιερωμένη στον θεό της
πόλης. Την ημέρα αυτή κανένας παραδοσιακός Βραχμάνος δεν επιτρέπεται να
αναχωρήσει από την πόλη του Μπεναρές καθώς θα προσβάλει τον θεό της.
Το ετήσιο γεγονός του Μπεναρές είναι αναμφισβήτητα η Μάχα
Σιβαράτρι, ο εορτασμός της επετείου του γάμου του Σίβα με την Παρβάτι που
λαμβάνει μέρος την 13η σκοτεινή νύχτα του ινδικού μήνα Caitr
(Φεβρουάριος-Μάρτιος). Μουσικά και χορευτικά προγράμματα που διοργανώνονται
καθ’ όλο το τριήμερο από τις διοικήσεις των ναών και τους προύχοντες της πόλης
προετοιμάζουν ψυχολογικά τον κόσμο να υποδεχθεί την μεγάλη γιορτή. Την
προηγούμενη νύχτα χιλιάδες νέοι ξεκινούν ξυπόλητοι να κάνουν τον γύρω της πόλης
(pancakrosh) επισκεπτόμενοι κάθε ναό που συναντούν στη διαδρομή τους. Το πρωί
θα ενωθούν με τις εκατοντάδες χιλιάδες των προσκυνητών που περιμένουν
υπομονετικά να προσκυνήσουν τον φωτεινό φαλλό του Σίβα στον χρυσό ναό μέχρι
αργά το βράδυ οπότε και αρχίζει ο εορτασμός του γάμου του Σίβα.
Το κεφάλι, είναι
από το άγαλμα του Διονύσου (4ος π.χ. αιώνας) που βρίσκονταν στο
Ιερό του, στην Αρχαία πόλη της Θάσου.
Φωτεινά άρματα
από όλες τις γειτονιές της πόλης καταφθάνουν με πομπή στο κέντρο της πόλης
μεταφέροντας τους οπαδούς του Μαχαντέβα που τον αναπαρασταίνουν ντυμένοι σαν
γαμπροί. Πίσω τους ακολουθούν οι περιθωριακοί και κατατρεγμένοι οπαδοί του που
προσπαθούν να έχουν την μυστικιστική εμπειρία της ένωσης με τον θεό μιμούμενοι
την συμπεριφορά του, χορεύοντας μανιακούς χορούς και πίνοντας το ψυχοτροπικό
ποτό που φτιάχνεται από γιαούρτι και ένα είδος μαριχουάνας (bhang) και
μοιράζεται δωρεάν σ’ όλο τον κόσμο την ημέρα της εορτής.
Την νύχτα της Μάχα Σιβαράτρι, ο θεός Σίβα, το αρχέτυπο
σύμβολο της πνευματικής γνώσης και ελευθερίας συναντιέται με την θεά Σάκτι που
αντιπροσωπεύει ένα άλλο αιώνιο αρχέτυπο, την υλική δύναμη και τις απολαύσεις
του κόσμου που κρατούν δέσμιους όλους τους ανθρώπους. Τελικά, ο γάμος του
ζητιάνου ασκητή γίνεται και η πάμπλουτη κόρη των Ιμαλαΐων αναγνωρίζει τον
μοναδικό και δικαιωματικό κύριο της, την υπέρτατη συνείδηση που κυβερνά
ολόκληρο το σύμπαν.
Βιβλιογραφία:
Arora, U.P.
1981. Motifs in Indian Mythology - Their Greek & Other Parallels. N. Delhi.
Indika Publishing House.
Bhandarkar,
Ramkrishna Gopal. 1913. Vaishnavism, Shaivism and Minor Religious Systems. New
Delhi: Asian Educational Services (second reprint 1987).
Dahlquist,
Allan. 1962. Megasthenes and Indian Religions - A Study in Motives and
Types. Uppsala. Almqvist & Wiksell.
Danielou,
Allen. 1984. Shiva and Dionysos. New York. Inner Traditions International.
Dyczkowski,
M.S.G. 1988. The Canon of the Saivαgama and the Kubjika Tantras of the Western Kaula Tradition. New York.
State University of New York.
Mishra,
Kamlakar. 1993. Kasmir Shaivism: The Central Philosophy of Tantrism, Cambridge,
Massachusetts, Rudra Press.
Μιχαϊλίδης, Απόστολος. 1993. «Αγκόρεις οι Λάτρεις του Θεού
Σίβα». Ιστορία. No. 304, σελς.. 64 - 69.
Nagar,
Shanti Lal. 1994. Shiva in Art, Literature and Thought. New Delhi. Indus
Publishing Company.
Τριτσιμπίδας, Γιάννης. 2002. Μαχασιβαράτρι – Ο Γάμος του
Σίβα. Αθήνα – Βαράνασι. Cinergon (ντοκιμαντέρ).
Vassiliades, Demetrios Th. 2000. The Greeks in India: A Survey in Philosophical
Understanding, N. Delhi: Munshiram Manoharlal.
Lorenzen,
D.N. 1972. The Kapalikas and Kalamukhas: Two Lost Saivite Sects. Berkeley and
Los Angeles. University of California Press.
Ζιάκας, Γρηγόριος. 1986. Ιστορία των
Θρησκευμάτων. Τόμος Α. Τα Ινδικά Θρησκεύματα.
Θεσσαλονίκη. Εκδόσεις Π. Πουρνάρα.
Επανέκδοση 1996.